Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΩΝ ΣΚΙΩΝ - ΓΛΑΥΚΩΨ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

ΝΕΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟ 17
ebook ISBN 978-960-7740-34-2
book ISBN 978-960-7740-57-1


Μακρινές εικόνες
αναμνήσεις και παράξενα βαριά φτερά
που δεν μπορούν πια να σε βοηθήσουν να πετάξεις
να δείς τα εδάφη από ψηλά.
Κάποιος κακόβουλος κατασκευαστής
τα έφτιαξε με βαρύ μέταλλο και σου είπε
πως είναι ελαφρά σαν τα παλιά.
Εσύ νόμιζες ότι όλα μπορούν να φτιαχτούν απ’ όλους
αλλά έμαθες ότι μόνο μερικοί μπορούν να τα φτιάξουν όλα
όπως ήταν πριν χαλάσουν
και αυτοί είναι οι θεοί
–τα σύμβολα της Μητέρας Γης-
αυτοί που δεν υπάρχουν πια και έτσι όλα μένουν σπασμένα
αδιόρθωτα.
Αλλά και αν υπήρχαν όλοι αυτοί οι καλόβουλοι Θεοί της Γης
πάλι δεν θα έβλεπες από ψηλά
εκείνα τα δροσερά υψίπεδα
τις ωραίες μυρωδάτες κοιλάδες
τα δροσερά ποτάμια των βουνών
και τις ακτές τις θάλασσας.
Θα έβλεπες μαύρα κολλώδη υγρά και ξεραμένα κλαδιά νεκρά,
σπόρους θαμμένους κάτω από τις πόλεις
να αγωνίζονται μάταια να βγούν στο φως
να γίνουν δένδρα λουλούδια ή καρποί
να μοιράσουν γύρη
και να τραγουδήσουν τα λεπτοκαμωμένα
φτερωτά του ουρανού και να
παίξουν τα ζαρκάδια και όλα τα γοργόποδα
δροσιστούν στις λίμνες και τα ρυάκια.

Μήπως μέσα σε όλα αυτά τα καλώδια μπορείς να αγγίξεις
τα λεπτά δάκρυα χαράς που έχασες;

ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΠΙΑΣΩ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΠΙΑΣΩ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΘΕΛΩ -ΠΑΡΑΚΡΟΥΣΕΙΣ - ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΑΛΥΚΩΨ

ebook ISBN 978-960-7740-35-9
book ISBN 978-960-7740-56-4

ΝΕΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟ 16


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Τρόμαξε τομάρι μου εσύ
Παράκρουση Α

Θα σας μιλήσω για κάτι που έγινε όταν ήταν πρά-
σινη η Φρίκη και έπαιζε στα λιβαδάκια των μουρ-
μουρικών ακτών. Τότε που όλα ήταν φιρδικίμηλα και
σκυρτά με μύτες λαχανιές. Τότε, καθώς πήγαιναν δύο
Φρόνιμες προς την παγίδα, έφυγε μία Γίδα κόκκινη
από το παρδαλό υφαντό της Αράχνης, η οποία έβοσκε
τ’ αρσενικά της σε τόπους σαν αυτόν εδώ, που βρίσκε-
ται τώρα αυτή εδώ, σαν αυτόν εδώ. Αυτόν που βρίσκε-
ται αυτή και τ’ αρσενικά της –ούφ!
<<Τί να κάνω;>> λέει η Αράχνη στο μυαλό της –αν
έχει. Αλλά δεν πήρε απάντηση και έτσι εγώ άρχισα
να γράφω γι’ αυτήν απλά, ξένα πράγματα. Αυτά τα
πράγματα άλλαζαν συνεχώς, καθώς θέλουν: Χρώμα-
τα, πράματα και θάμματα, που βγάζουν μυρουδιές
κρεμυδένιες και λευκές, όμοιες με φτύματα ανάρμο-
στων στα διδακτήρια της σημερινής Φρίκης, η οποία
είναι μαύρη –μη αυρή· χωρίς αύρα- και κατσαριδέ-
νια.
Δεν πέρασε μεγάλο διάστημα –με χώρο, χωρίς χρό-
νο, με πλανήτες, νεφελόματα και ένα γλυκό ‘Τού, Βά-
ζου με Φρίκη και φρικτή γεύση και όμορφα, ή άσχη-
μα, ματάκια πρώιμα και φθηνά- από τότε και ήλθε,
εδώ, ένα ιπτάμενο Φρικτόρφ από την Σιβηρία με αγά-
πη και Αρκούδες, χωρίς τομάρι –η Σιβηρία ήταν πολύ
ζεστή πιά· ραδιενεργή.
5

Παράκρουση Β

Κανένας ήταν εδώ για να δώσει λύση, έτσι και έγινε,
πάντα!… -όποιος έλαβε, έλαβε! Οι άλλοι άς λάβουν!
Τα Φρικομάγαρα, κάθε φορά που ερχόταν το Φως,
έλουαν το κύμα της ενέργειας για να το καταπραϋ-
νουν, όμως βάδιζαν άσκοπα και, τυφλά όπως ήταν,
πετούσαν το αίμα και τα έντερα στον τόπο γύρω, βά-
ζοντας σε δοκιμασία το μυαλό κάθε, τυχαίου, περα-
στικού κάτω από την σημαία…
Αμέσως μετά απ’ όλ’ αυτά, βγήκε ένας μεθυσμένος
από την τρύπα του και είπε δυνατά: <<Το άγαλμα
της Ελευθερίας χωρίς αμάλγαμα! Μισώ τα αυτοκίνη-
ταα!!! Άκουσε φίλε μου…>>, μου είπε και σταματή-
θηκα. <<…πρίν από χρόνια και άλλα πολλά, ήταν μία
κότα με πολ… -όχι! όχο! … οχιές>> είπε τρομαγμένος
και μετά από λίγο ξανάρχισε: <<…πριν από χρόνια…
ήταν μία κότα… ήταν μία πόλη που θαύ… -παφ-
πούφ! πάφ- …>> κάπνισε το τσιγάρο του και ξανάρ-
χισε: << Ήταν μιά πόλη που είχε… είχε… είχε… Ε,
φυσικά, ένα άγαλμα είχε, χωρίς αμάλγαμα, που το
έλεγαν Ελευθερία. Φτιαγμένο από πράσινη –φυσικά,
κακό πράσινο χρώμα- πέτρα άσχημη και κακιά, όσο
όλη η παρανοία που φυγαδεύει τον νού στην Κόλαση.
Ένας απ’ όλους τους ανθρώπους της πόλης αυτής,
καθήμενος κάθε βράδυ στην κορυφή δύο λόφων -πή-
γαινε και ερχόταν-, μάζευε κατάρες -αρές και κατά-
και τις φώναζε δυνατά προς τα σπίτια όλων αυτών
των κακόμοιριδων. Σήκωνε τα χέρια προς τον ουρα-
νό, αφήνοντας βαρύ το μένος να πάλεται διαστροφικό
και σκουληκιάρικα πεινασμένο για τροφή, αυτή των
νεκροταφείων που αγκαλιάζουν με την λίγδα τους τα
σώματα των νεκρών.
Αυτό το άγαλμα, λοιπόν, ήταν… ήταν…. ήταν ό,τι
καλύτερο στην πόλη. Καθόταν εκεί ακίνητο –ως άγαλ-
μα- και κοίταζε τον ορίζοντα. Όλοι το αγαπούσαν, το
λάτρευαν το αγαπούσαν, πολύ το φρόντιζαν, πάρα
6
πολύ το αγαπούσαν, πολύ το φρόντιζαν, πάρα πολύ το
αγαπούσαν και το αγαπούσαν τόσο πολύ, που γίνεται
βαρετή αυτή η αγάπη.

ΚΑΙ ΑΝ ΦΩΝΑΞΩ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΒΑΘΥ ΣΚΟΤΑΔΙ ΘΑ ΒΓΕΙ ΜΟΝΗ ΜΙΑ ΚΡΑΥΓΗ - ΓΛΑΥΚΩΨ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

ΚΑΙ ΑΝ ΦΩΝΑΞΩ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΒΑΘΥ ΣΚΟΤΑΔΙ
ΘΑ ΒΓΕΙ ΜΟΝΗ ΜΙΑ ΚΡΑΥΓΗ
ΓΛΑΥΚΩΨ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

EBOOK ISBN 978-960-7740-55-7
BOOK ISBN 978-960-7740-54-0

Νεοι Ελληνες Συγγραφείς Βιβλιο 15

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ


Οι επιθυμίες των ανθρώπων διαστρέφονται ανά
τακτά χρονικά διαστήματα.
Ο έρωτας μετατρέπεται σε:
Χρέος, μάθημα για το μέλλον,
αντιπαραθέσεις για να βρεθεί
ο ισχυρότερος, ξεχασμένα βιβλία,
δίσκοι μουσικής που δεν κόβονται στην μέση,
σπίτι που δεν μοιράζεται
και προτάσεις επιθυμιών
που δεν μπορούν πια
να γίνουν πραγματικότητα.

Αθήνα, Εξάρχεια


Παραλήρημα – Το Κοράκι -Από Ε.Α. Πόε
(Το κείμενο αυτό δεν είναι μετάφραση αλλά είναι ελεύθερη μεταγραφή μέρους
του ποιήματος του Ε. Α. Πόε με δικές μου προεκτά-
σεις νοημάτων)

Μιά φορά -μεσάνυχτα θλιβερά- καθώς ήμουν κα-
θηλωμένος εξασθενημένος και ανήσυχος ψάχνο-
ντας σε παράξενα ξεχασμένα βιβλία θρύλων, κα-
θώς ο ύπνος με καλούσε στις σκοτεινές απερίγρα-
πτές χώρες του. Ξαφνικά, μέσα από τα θολά αυτά
τοπία του, άκουσα λεπτοκτυπήματα στην θύρα του
δωματίου. Σαν ευγενικά κτυπήματα μου φάνηκαν
–<<Θά είναι κάποιος επισκέπτης...>> μουρμούρι-
σα <<…που κτυπά την θύρα ελαφρά –Μόνο αυτό
και τίποτε άλλο.>>
Ω, θυμάμαι ήταν κρύος Δεκέμβρης και χωριστά
κάθε στάχτη έσβηνε στα χέρια του Θανάτου και
νεκρή άφηνε το φάντασμά της στο ξύλινο πάτωμα.
Σφοδρά, με ζήλο επιθυμούσα την αυριανή ημέρα
–Μάταια να ξαναζήσω τις σκέψεις μου, να ξαναδώ
τα λυπηρά κείμενά μου για τον χαμό αυτής, της
λύπης για την χαμένη Ελεονόρα –Την σπάνια αυτή
και ελκυστική Κυρία που άγγελοι ονόμασαν.
Ανώνυμη πια εδώ, δεν θα ξανακουστεί το όνομά
της, ποτέ ξανά, από τα χείλη μου προς αυτήν να
ταξιδεύει απαλά ο ήχος, να την χαϊδεύει η φωνή
μου.
19
Και η μεταξένια γλυκιά λύπη αβέβαια, ανασφα-
λής σαν να έξυνε τα νύχια της στα πορφυρά υφά-
σματα του παραθύρου. Φοβίζοντάς ‘μέ, γεμίζοντάς
την ψυχή μου με τρομακτικές σκέψεις φανταστι-
κές που δεν είχα αισθανθεί ποτέ. Και για να στα-
ματήσω την ήττα της καρδιάς μου -να την ηρεμί-
σω- επαναλάμβανα <<Είναι μόνο ένας επισκέπτης
που ζητά να έλθει μέσα στο δωμάτιο μου. Κάποιος
αργοπορημένος επισκέπτης ζητά να μου μιλήσει
και θέλει να του επιτρέψω να έλθει μέσα. Είναι
αυτό και τίποτε άλλο.>>
Για λίγο η ψυχή μου δυναμώθηκε και χωρίς δι-
σταγμούς μίλησα δυνατά για να ακουστώ πίσω από
την θύρα: <<Κύριε ή Κυρία, αληθινά ζητώ συγνώ-
μη, αλλά η αλήθεια είναι πως κοιμόμουν ελαφρά
και εσείς ξαφνικά ήλθατε και κτυπήσατε ήπια, ευ-
γενικά την θύρα μου και σας βεβαιώνω πως σας
άκουσα και έρχομαι αμέσως ν’ ανοίξω...>>
Και άνοιξα την θύρα αλλά σκοτάδι βρήκα πίσω
από αυτήν και τίποτε άλλο. Κύτταξα βαθιά μέσα
στις ακαθόριστες σκιές του σκοταδιού, όσο η όρα-
σή μου επέτρεπε, χάθηκα μέσα του κάνοντας χι-
λιάδες σκέψεις απορημένος και φοβισμένος. Αλλά
η σιωπή ήταν συνεχής απροσδιόριστη, βαθιά και
στο σκοτάδι δεν είδα κανέναν. Μόνο αισθάνθηκα
την μιά λέξη –Ελεονόρα. Αυτό ψιθύρισα και εγώ
και η ηχώ επέστρεψε ψιθυριστά ξανά την λέξη.
Γύρισα πάλι στο δωμάτιο και αισθανόμουν την
20
ψυχή μου να καίγεται, να παραληρεί και να καί-
γεται.
Δεν πέρασε πολύς χρόνος και άκουσα πάλι τον
λεπτό κτύπο, αλλά ήταν πιο δυνατός σαν να προ-
σπαθούσε κάποιος να τρυπήσει το ξύλινο παράθυ-
ρο. <<Σίγουρα είναι κάτι στο πλέγμα, έξω, του πα-
ραθύρου. Ας δώ τι απειλή είναι και ας ερευνήσω
το μυστήριο αυτό>>. Έμεινα λίγο ακίνητος, να αι-
σθανθώ δυνατός να τονωθεί η καρδιά μου και να
μπορέσω το μυστήριο αυτό να λύσω. <<Θά είναι ο
άνεμος και τίποτε άλλο>> σκέφτηκα. Άνοιξα από-
τομα το παραθυρόφυλλο και ένα απαλό ανέμισμα
φτερών με έφερε αντιμέτωπο με ένα εντυπωσιακό
κοράκι άγιων ημερών του παρελθόντος, το οποίο
πετάρισε γρήγορα μέσα στο δωμάτιο και γαντζώθη-
κε πάνω από την θύρα του δωματίου, στο άγαλμα
της Αθηνάς. Εκεί κάθισε και ακίνητο με κοίταξε.
Λίγο μετά το εβένινο αυτό φτερωτό μετέτρεψε την
θλιμμένη μου διάθεση σε λεπτό χαμόγελο, όσο
μου επιτρέπεται μέσα από την σοβαρότητα που αι-
σθανόμουν. Μίλησα στο αρπακτικό αστειευόμε-
νος, πως είναι έτσι άσχημο, απαίσιο Αρχαίο Κορά-
κι -τόλμησα να πώ- και τι ψάχνει μέσα στα Νυκτε-
ρινά Πέπλα που σκεπάζουν την Ακτή του Φωτός.
Ποιό είναι το αρχοντικό όνομά του ρώτησα, στης
νύχτας την Πλουτώνια Ακτή. Αλλά αυτό μου είπε
<<Ποτέ ξανά>>
Θαυμάζω αυτά τα αδέξια αρπακτικά, για να μην
21
δώσω σημασία στην τόσο απλή απάντηση, αν και
λίγα σημαίνει. Η φωνή αυτού μετέτρεπε την θλίψη
μου σε χαμόγελο. Ίσως κάποιος κύριός το φρόντιζε
και του έμαθε μόνο αυτήν την λέξη και την επανα-
λαμβάνει σαν θλιβερή ανάμνηση για τον χαμό του.
Ίσως η ανάμνηση αυτή έμεινε μόνο και την επανα-
λαμβάνει σαν να ξεψυχά.
Την θλίψη μου ξεχνώντας τράβηξα την καρέκλα
και κάθισα απέναντί του. Όμως καθώς η ώρα περ-
νούσε, πάλι χιλιάδες σκέψεις επέστρεφαν και βυ-
θιζόμουν ξανά ήρεμα στην θλίψη σκεπτόμενος για-
τί λέει τις λέξεις αυτές επίμονα σαν μακάβρια επα-
ναλαμβανόμενη ωδή, σαν μήνυμα θανάτου στο
σκοτάδι του δωματίου.
Γρίφος θα είναι, ναι, ίσως μήνυμα θανάτου και
κοιτώντας τα μάτια του ένοιωθα σαν να μου τρυ-
πούσε την καρδιά. Και βύθισα τα μάτια μου στα
φτερά του που έμοιαζαν με βελουδένια πορφυρά
από το φως της λάμπας και σκεφτόμουν ότι δεν
θα ξαπλώσω ποτέ πια μαζί με την αγαπημένη στα
απαλά σκεπάσματα δεν θα νοιώσω την ευτυχία
αυτή ποτέ ξανά.
Ξαφνικά γύρω άρχισε η ατμόσφαιρα του δωματί-
ου να βαραίνει από άρωμα λιβανιού, σαν θείος κα-
πνός που μοίραζαν άγγελοι σαν να μου έλεγαν να
βυθιστώ στο άρωμα αυτό και να την ξεχάσω. Αλλά
το εβένινο αρπακτικό έκραξε <<Ποτέ πιά.>>


Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

ΓΛΑΥΚΩΨ ΣΤΕΦΑΝΟΣ - ΗΘΩΔΕΙΟΝ - ΨΙΘΥΡΟΙ ΓΙΑ ΝΕΚΡΟΥΣ ΕΡΩΤΕΣ

ΓΛΑΥΚΩΨ ΣΤΕΦΑΝΟΣ
ΗΘΩΔΕΙΟΝ
ΨΙΘΥΡΟΙ ΓΙΑ ΝΕΚΡΟΥΣ ΕΡΩΤΕΣ

ebook ISBN-978-960-7740-20-5
book ISBN-978-960-7740-28-1

Αναμνήσεις,
σκέψεις που σκοτώνουν κάθε τι
καθώς σκορπίζονται
σε παράξενους σκοτεινούς τόπους,
όπου τα σώματα έχουν ξυραφένια
καλύμματα έρωτα.
Το μίσος είναι απέραντο,
μοιάζει με δύναμη αγάπης
που δεν ολοκληρώνεται.
Δεν θα χαθούμε είπε ο θεός
-αν θυμάμαι καλά δεν τον είδα.
Δεν θα τον δει κανείς.
Η αγάπη που μας είπε
ότι είναι κάτι δυνατό,
που θα σώσει τον κόσμο,
δεν βρέθηκε,
μόνη και ατιμασμένη την είδα
να σέρνεται στα μουχλιασμένα υπόγεια
που κατασκευάζουν οι άνθρωποι
για να ικανοποιήσουν
τις παράξενες ορέξεις τους.
Οι φωνές των αρχαίων
μιλούν για παράξενα νύχια,
αυτά που είδαμε καλά
να σχίζουν τις σάρκες μας.
Πες μου αγαπητή,
μπορείς να είσαι κακιά,
πόσο κακιά μπορείς να γίνεις.
Είσαι, ας πούμε, μία άγνωστη όψη στο σκοτά-
δι των ορέξεων, αυτών που δεν μπόρεσες να ικα-
νοποιήσεις, χάθηκες λέγοντας πως όλα είναι ανά-
ξια και με κάποιες άκυρες απόψεις φίλων -μιας
και δεν είχες δικές σου- βρήκες παράξενες λύσεις
που δεν μπορούν να είναι λογικές. Τι θέλει να
πει ο ποιητής; θέλει μόνο να ακυρώσει ανούσιες
6
προτάσεις που δεν υπήρξαν άγνωστες σε πολλούς
προηγούμενους. Βασανίζεται το σκοτάδι μέσα
στις παράλογες σκιές του.
Θα μιλήσω πολλές φορές για αυτές.
Θα πιω το αίμα των χειρότερων πλασμάτων.
Θα γίνω η κακιά βδέλλα της άμορφης ψυχής
του χάους.
Θα χαλάσω την νόηση, κάνοντας την φωνή
φθαρμένη.
Καθαρό σκοτάδι, χωρίς λευκές ανταύγειες, στα
βάθη των χαμένων ψυχών. Αγάπη είναι κάθε πρά-
ξη που μπορεί να γίνει και φως και σκοτάδι που
μασουλάει για αιώνες μετά τα πτώματα και την
σκόνη που αφήνουν καθώς μοιράζονται πάνω στο
σώμα της μητέρας Γης.

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

ΕΡΙΝΝΥΕΣ - ΓΛΑΥΚΩΨ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

ΕΡΙΝΝΥΕΣ - ΓΛΑΥΚΩΨ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

ΒΙΒΛΙΟ ISBN 978-960-7740-53-3
ebook ISBN 978-960-7740-33-5


Αληκτώ -Ερινύες Α

Λαμπερό χρώμα –χρυσό-
κρέας σκόρπιο.
Φτερά διψασμένα για νέφη. Κρύωνα.
Φοβερό βράδυ –Ω Δία.
Δρεπάνια, φτυάρια σκόρπια·
θλιβερά προαισθήματα προσμένουν
–κατάρα στους περαστικούς-
αυτοφυές χρυσάφι
που ξεδιψούν οι κυψελίδες του μυαλού.
Εσύ!… Όχι!
Όψη ωχρή, ματιά βαθιά –ραβδί.
Μεγαλόπρεπο ύφος
–είχε σαλέψει ο νους,
προς το παρόν τουλάχιστον.
…και ανηφορίζοντας,
αχνάρι ανθρώπου, βλέπεις;
Κράτησε το σχοινί.
Ένα δυο γλιστρήματα
–παραμερίστηκαν βράχια πολλά.
Λόφοι βαθιά χωμένοι σε σπηλιές…
Άκουσε…
Ανάσες κολασμένων ζητούν εσένα
οι μάγοι και οι μάγισσες να κάνουν τελετή
πετούν οι γύπες χαμηλά,
προμήνυμα για εσένα –ΣΑΠΙΟ-,
με ακούς;
Αλήθεια λέω, εσέ προσμένουν,
να! Εκεί! Είναι και Αυτός μαζί
και αυτός προσμένει,
όταν μάταια τα βλέμματά τους
ψάχνουν ψηλά, βλέπεις; ακούς;
τους μελαγχολικούς ήσκιους της Γης,
αυτούς που τρελαίνονται στην σιωπή,
συντρίβονται στις ρωμαϊκές κατακόμβες…
Άκου ένα σφύριγμα·
καμία έξοδος·
μάταια ψάχνει να βρεί καθρέπτη,
τα ασημένια μάτια του να δεί.
12
…τα λεοντάρια χωρίς δόντια πιά
–σαπίλα.
Η κλειδαρότρυπα απορροφά…
Χιλιάδες σημάδια από βήματα,
κη άλλα θύματα, νέοι θύτες.
Θα σπάσουν τα δόντια από το σφίξιμο,
όταν οι φωνές αυτών που θα πέφτουν
στα βαθύτερα πυρά της Κακίας
θα βουίξουν -άσκοπα όμως.
Ο ιερεύς εκεί ψηλά,
τείνει τα χέρια προς το σκοτάδι.
Χορεύουν τα βδελύγματα παχύρρευστα
και ανοίγουν οι πύλες της διαστρέβλωσης.
Οι γύπες θα ορμήξουν,
ύαινες θα ουρλιάξουν τραγούδια θανάτου.
Δόντια, ράμφη ξεσχίζουν –τα νιώθω.
Διάδρομος. Κυανοκίτρινο φως ομίχλης.
Κίτρινα παράθυρα σε τοίχους βλέπουν.
Πύλη ανοίγει νωχελικά, ανέγγιχτη…
Άρπες πλαγίαυλοι, κύμβαλα.
Σκοτάδι χύνεται, κάτι με αγγίζει
–καυτό- με αγκαλιάζει επίμονο.
Αργά… …
Με κυκλώνουν! –σκοτάδι!
Δύο κόκκινα μάτια, μόνο δυό.
Στόμα με χιλιάδες δόντια, αχνιστό.
Από το ανοικτό παράθυρο άκου…
Φύλλα κλαψουρίζουν.
Άκου κελάηδισμα μυρμηγκιών.
Τα πλάσματα της διεστραμμένης φαντασίας οργιάζουν.
Όλη η ένταση της φυγής
χάνεται μαζί με τα ουρλιακτά της άπληστης αιμοβορίας.
Τα χέρια μάτωσαν΄ όλες οι σκέψεις δεν μιλούν.
Όλα θρυμματίζονται.
Η σιωπή! Όλη αυτή η Σι-Ωπή!
τεντώνει τις αισθήσεις -Το σπήλαιο στροβιλίζεται.
Τα νύχια θρυμμάτισαν τα υφάσματα.
Αυτά τα βρόμικα υφαντά
που έδωσε η φαντασία σας.
Το δωμάτιο μου κατακόκκινο,
13
σαν να το έβαψαν με αίμα τα όνειρά μου.
Όλες οι καλόβουλες σκέψεις
δεν θα μπορούσαν τώρα να λυτρώσουν το μυαλό·
οι παρουσίες αισθητές, λυσσασμένες!
Κινήσεις αργές κλείνουν την σκέψη. Θέλω να φύγω.
Κοιτώ πίσω…
Τείχος· αποκλεισμός!
Τα μόρια του αέρα επιτίθενται, με σκοτώνουν.
Γιατί εσύ; θρέφω…
Θρέφω αγάπη΄ ρευστοποιούμαι.
Δεν αναπνέω…
Χορός, ο τελευταίος χορός
για την βασίλισσα ταραντούλα,
καθώς θα χάνομαι στο γεμάτο αράχνες
σπήλαιο της φωτιάς.
(Μην μιλήσεις τώρα για τους χαμένους έρωτες.
Θα χαθούν και αυτοί εκεί,
στην σκοτεινιά όπου θα χαθούν όλοι…
μα είναι ζωντανοί! Μπήγουν τα νύχια,
θέλουν να τραφούν από εσένα).
Μην μιλάς τώρα.
Βοή
Τεντώνομαι σαν γάτα.
Νιώθω κάτι να με πνίγει. Γιατί;
Υπερένταση. Βαδίζω προς τίποτε…
Σταματώ. Κοιτώ πίσω…
Παραισθήσεις!
Εννοιώθω ότι πρέπει να μάθω. Να μάθω τι;
Η μόνη ιδέα που υπάρχει στο μυαλό είναι ένας αριθμός, εί-
ναι μία αρμονία.