Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΑΞΙΔΙ ΘΑΝΑΤΟΥ - ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΑΞΙΔΙ ΘΑΝΑΤΟΥ - ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

ISBN 978-960-7740-25-0


ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΑΞΙΔΙ ΘΑΝΑΤΟΥ - ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

ΤΑΞΙΔΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΒΡΑΧΟ
Ανηφορήσαμε μέσα από σοκάκια λιθόστρωτων ονείρων,
Στην καρδιά, μίας πόλης χαμένης στους αιώνες…
Ανάλαφρες πορείες στιγμάτων φωτός κάτω από
Χρυσές μαρμαρυγές… πάγωσε το φεγγάρι κρατώντας
Την ανάσα του!
Η επιφάνεια του καθρέφτη ράγισε…
Κάτω από πέτρες λαξεμένες από χέρια αρχαία,
Σβήσαμε τις σκιές.
Χείλη μίλησαν σε χείλη δίχως λέξεις…
Βλέμματα βυθισμένα σε ωκεανούς πόθων
Ανομολόγητων.
Κι όμως ποτέ σου δε μου είπες
Ούτε μια λέξη!
Ένα πέρασμα στην αιωνιότητα
Τσακίζοντας την κούπα της λήθης!
Ένα αγκάλιασμα θανάτου που σκόνη
Σκόρπισε αναγέννησης στη νύχτα!
Δίπλα ακολουθούσε ένας σκύλος
Με μάτια αγγέλου που ατένιζε γλυκά
Τους αντικατοπτρισμούς μας στα άστρα!
Την πορεία μας χαράξαμε με πύρινα
Λουλούδια πάνω από τις στέγες και τις
Ταράτσες˙ φώτα τριγύρω- απλά αναλαμπές
Στου χώρου το φόντο…
Εραστές – ανέραστοι, πλέκοντας γιρλάντες
Από σκέψεις μυστικά θαμμένες
Στης ψυχής τα ριζώματα,
Που για μια στιγμή μίας νύχτας
Αιχμαλωτίστηκαν από το άπειρο,
Αδράζοντας το χάος
Με διάφανα δάχτυλα, αφήνοντας
Ίχνη οραμάτων…
Μέσα από πέταλα γαλάζιων λωτών αναδύθηκε
Η ανάμνηση
Σφραγίζοντας σε μνήμης περγαμηνή
Κρυφού πάθους ανομολόγητου,
Την παράλληλο εκείνη,
Σε μια σταγόνα αθανασίας…
Κι όμως ποτέ δεν άγγιξα, ποτέ δεν ένοιωσα
Τα χείλη σου, τη γλύκα του φιλιού σου!
Του κορμιού σου τη θέρμη…
Ύστερα ξεχυθήκαμε σε δρόμους
Μοναχικούς –
Κομήτες φλεγόμενοι, στους σκοτεινούς
Ορίζοντες,
Ψιθυρίζοντας μελωδίες στους ανέμους
Ως της αυγής τα μονοπάτια…
Μετά η ζωή μας έχασε!


Μ'ΑΚΟΥΣ; - ΠΑΥΛΟΥ Ι. ΠΑΥΛΙΔΗ

Μ'ΑΚΟΥΣ; - ΠΑΥΛΟΥ Ι. ΠΑΥΛΙΔΗ

ISBN 978-960-7740-64-9
ebook ISBN 978-960-7740-65-6

Μ'ΑΚΟΥΣ; - ΠΑΥΛΟΥ Ι. ΠΑΥΛΙΔΗ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

ΑΝΗΧΗΣΗ
Η μουσική του ανέμου σε οκτάβες ανήκου-
στες, που ανθρώπινο αυτί δεν κατάλαβε χωρίς
τη διαμεσολαβητική μηχανή και μια δασκά-
λα πιάνου που φάλτσαρε μονίμως (λες κι ήταν
δημόσιος υπάλληλος) τον ρυθμό στο «τσιγγο-
λελέτα πράσινη βιολέτα».
Έπειτα το απαξίωσε για να ερμηνεύσει Ραχ-
μάνινοφ. Κολάκευε τον εαυτό της, με μιαν έν-
νοια.
Κι ας λένε οι Παριζιάνοι πως αλλάξανε τον
αέρα του κόσμου –κι ας έχουν το δίκιο τους-
οι μελλοντολόγοι αποφάσισαν πως ο αριθμός
των ασθματικών του πλανήτη θα μεγιστοποι-
ηθεί. Οι φράντσοι πρέπει κάποια στιγμή να
αποχωρίσουν από αυτή τη ζωή και αν δε μπο-
ρούν από μόνοι τους, να βάλουμε κι εμείς ένα
χεράκι να τους βοηθήσουμε. Δε γίνεται να συ-
νεχίσουν να ζουν με κίνδυνο να αποτρελαθεί
και ο τελευταίος λογικός άνθρωπος από τις
ιδέες τους.
Κι ούτε σας είπε κανείς τίποτα κι ούτε θα
σας πει. Ούτε εγώ θα σας πω. Να απευθύνε-
τε την ερώτηση στους εναλλασσόμενους εξαρ-
χειώτες και όχι στους εξαρχειώτες του συνε-
χούς διότι οι δεύτεροι κάνουν διακοπές στη
σύνδεση όπως ακριβώς το ηλεκτρικό φως. Ρω-
τήστε τον Τέσλα για τις λεπτομέρειες.
Όμως «όπως κι αν ειπωθεί, πάλι θα φύγει
12
σαν πουλί, πάλι θα φτερουγίσει» άκουσα να
απαγγέλλει με ολύμπια ψυχραιμία, τραγουδι-
στής σε λουλουδάδικο της εθνικής της Μάγχης
(ως εκεί έχει φτάσει η χάρη μας). Και παρόλα
αυτά, η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει γιατί
έφυγε το ένα αυτί από το πλαστικό της λαγου-
δάκι, με την ίδια βαρύτητα λυγμού που κλαίει
μια μάνα το χαμό του παιδιού της κι ένας άν-
θρωπος το μέλλον του.
<<Μη στεναχωριέσαι Ελενίτσα, θα πάρουμε
άλλο>> παρηγορεί ο πατέρας της, που έτσι κι
ίσως μόνο έτσι, επαληθεύει την ιδιότητά του.
Να μοιραστούν επειγόντως φυλλάδια τυπω-
μένα σε ιλουστρασιόν χαρτί.
Να τα μοιράζουν οι νέοι σε κάθε φανάρι όλου
του πλανήτη, αφού προηγουμένως έχουν βά-
ψει το πρόσωπό τους με κάρβουνο, σε περί-
πτωση που είναι άσπροι. Τα φυλλάδια τι θα
γράφουν πάνω; Τίποτα. Θα είναι κατάλευκα
για να δηλωθεί εμφανώς και χωρίς πιθανότη-
τα παρερμήνευσης, πως κάθε είδους διαμαρ-
τυρία στον πλανήτη είναι ένας απλός χαβα-
λές. Τότε και μόνο τότε ο Σαίξπηρ θα προσθέ-
σει το λαϊκό «τι τα θες τα μεγαλεία;» στο στό-
μα του Μάκμπεθ, ο οποίος έριξε ένα κέρμα στο
πηγάδι, έκανε την ευχή του σαν καλός κύριος
και από την πολύ προσπάθεια του να τραβήξει
το κέρμα πίσω (λες και το κέρμα σχετίζεται με
την ευχή), έπεσε και ο ίδιος στο πηγάδι κι από
τότε έχει να τον δει ο ήλιος. Σαίξπηρ χασάπη
του Μάκμπεθ.
Κι ο πρόεδρος της βουλής, έχει στα δεξιά του
τους δεξιούς και στα αριστερά του τους αριστε-
ρούς. Οι δεξιοί έχουν τους αριστερούς στα δε-
ξιά τους και οι αριστεροί τους δεξιούς στα αρι-
στερά τους. Χαμός. Εδώ γίνεται χαμός και εσύ
νομίζεις πως ο ήλιος ανεβαίνει από την ανατο-
λή και κατεβαίνει στη δύση. «Ναι, καλά» που
λέω κι εγώ.
Η ανθρωπότητα είναι που μυημένη ολόκλη-
ρη στον κυνισμό, κυνηγάει την ουρά της.
Ω λα λα!!!

Ο ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΜΑΣΤΟΡΕΥΕΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ -ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΤΕΝΑ

Ο ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΜΑΣΤΟΡΕΥΕΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΤΕΝΑ

ebook ISBN 978-960-7740-73-1
BOOK ISBN 978-960-7740-72-4




Ο ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΜΑΣΤΟΡΕΥΕΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΤΕΝΑ

Το αποτέλεσμα μόνο μετράει

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Ο ήχος από το κύμα τον ξύπνησε. Ώρα ήταν πια, ο ήλιος είχε ανέβει για τα καλά στον ουρανό. Χαμογέλασε ελαφρά, ένιωθε πως ήταν κοντά στον προορισμό του. Σηκώθηκε και είδε το απέραντο γαλάζιο. Δεν απογοητεύτηκε. Γιατί να το κάνει άλλωστε; Πρέπει να ήταν κοντά στον προορισμό του. Το λευκό πουκάμισο, ταλαιπωρημένο λίγο από τις μέρες που το φορούσε, είχε αρχίσει να σκουραίνει. «Δεν πειράζει», σκέφτηκε. «Όταν φτάσω στο νησί “μου”, στο δικό “μου” νησί, θα βρω έναν πλανόδιο ή καλύτερα μία όμορφη κοπέλα στην αγορά, με έναν πάγκο γεμάτο με πουκάμισα. Θα τη φιλήσω γλυκά και θα μου δώσει
10
ένα καινούργιο». Ο ενθουσιασμός του ήταν μεγάλος. Πήρε κατευθείαν τον χάρτη, μια πυξίδα, μολύβι και βάλθηκε να βρει πού ακριβώς είναι το νησί «του», το δικό «του» νησί. Εκεί που θα ξεφόρτωνε ένα καράβι γεμάτο με όνειρα. Από το πιο μικρό, μέχρι το μεγαλύτερο. Ένα πολύτιμο φορτίο που έσερνε μαζί του 40 τόσα χρόνια και το οποίο είχε ελαφρύνει ελάχιστα όλο αυτό διάστημα.
Ο άνεμος ήταν με το μέρος του: φυσούσε ικανοποιητικά. Έπρεπε, όμως, να ανοίξει τα πανιά για να φουσκώσουν και να τον σπρώξουν στο νησί «του», στο δικό «του» νησί. Με δύο βήματα βρέθηκε δίπλα από το κατάρτι. «Μωρέ, να ήμουν λίγο ψηλότερος. Καημό το έχω από παιδί. Αλλά πήρα από το σόι του πατέρα μου, όπως έλεγε και η μάνα μου, που είναι κοντοί». Προσπάθησε, έλυσε τελικά το σκοινί που είχε σκαλώσει σε ένα ψηλό σημείο και τα πανιά άνοιξαν. Τεράστια, λευκά, μέρος των ονείρων του κι αυτά, έκαναν το μικρό του καράβι να μοιάζει με κουραμπιέ από μακριά.
«Παράξενο, τόσες μέρες στη θάλασσα και δεν συνάντησα κανέναν άλλον να πηγαίνει προς τα εκεί. Μα καλά, δεν έχει κανείς άλλος όνειρα; Κι αν έχει, τι τα κάνει; Από την άλλη θα μου πεις στο νησί “μου”, στο δικό “μου” νησί, θα τα πάνε; Δε θα με πείραζε, όμως, γιατί έχει χώρο εκεί πέρα για όλους. Κι ο άνεμος βοηθάει για αυτό το ταξίδι». Στον ορίζοντα εμφανίστηκε ξαφνικά μία μαύρη σημαία. Λες και κάποιος άκουσε την επιθυμία του και ήθελε να του στείλει πα11
ρέα. Γιατί μαύρη σημαία όμως; Μήπως ήταν… Ναι, ήταν πειρατές. Ένα καλοδουλεμένο ξύλινο καράβι, θαρρείς από το βασιλικό ναυτικό, που η όψη του έκοβε την ανάσα σε όποιον το κοίταζε. Δεν φοβήθηκε στιγμή, γιατί να το κάνει; Αυτός πήγαινε στο νησί «του», στο δικό «του» νησί. Και το φορτίο του ήταν μόνο δικό του, δεν μπορούσε κανείς να το πειράξει. «Δεν γίνεται να κλέψεις κάποιου τα όνειρα. Πώς θα γίνει αυτό, ούτε σωστό είναι ούτε τίποτα». Χαμογέλασε και κινήθηκε με χαρά προς το μέρος τους.
Λίγη ώρα αργότερα οι δύο πλώρες μπορούσαν να «μυρίσουν» η μία την άλλη. Ο καπετάνιος τού πειρατικού βγήκε μπροστά. Κλασσική φιγούρα. Μακριά κόκκινα γένια, «βουλωμένο» με μαντίλι το ένα μάτι και έναν «εξυπνάκια» παπαγάλο στον ώμο του.
-Τι έχεις εκεί ρε;
-Δεν βλέπετε κύριε; Τα όνειρα μου μεταφέρω. Πάω να τα ξεφορτώσω σε ένα νησί, το νησί «μου».
-Μπα, τόσα πολλά είναι;
-Ναι.
-Και πού τα έχεις;
-Δεν τα βλέπετε; Παντού. Έχουν γεμίσει το καράβι, φοβάμαι μήπως πέσει κάποιο στη θάλασσα. Αν και, πάλι, φίλη μου είναι κι αυτή, θα μου το φέρει.

ΘΩΜΑ ΜΙΧΑΛΙΕΡΗ - ΕΡΩΤΕΣ ΜΕ ΧΡΩΜΑΤΑ

ΘΩΜΑ ΜΙΧΑΛΙΕΡΗ - ΕΡΩΤΕΣ ΜΕ ΧΡΩΜΑΤΑ

Book ISBN: 978-960-7740-62-5


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Ο Οδυσσέας ήταν ζωγράφος, και από τα χαράματα κάθε μέρα ήταν στο καβαλέτο του. Το εργαστήριο στο σπίτι του το έλεγε ατελιέ. Και όλοι οι τοίχοι του ήταν στολισμένοι με τις δημιουργίες του. Η κόρη του η Ελενίτσα ήθελε να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα της, να σπουδάσει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στα Τίρανα. Τα περιθώρια των σχολικών της βιβλίων, γεμάτα δικές της ζωγραφιές. Πουλιά, πεταλούδες, παπαρούνες και ανεμόμυλοι. Στις κυριακάτικες εκδρομές τους στο δάσος, πάντα σκάλιζε με ένα καρφί στους φλοιούς των δένδρων, και στις σπηλιές ζωγράφιζε γοργόνες με ένα κάρβουνο.
Η μάνα της ασχολούνταν με κεντήματα. Έκανε πάρα πολλά εργόχειρα. Μόνο αργαλειό δεν είχε μάθει. Με τα κεντήματα χτίσανε την κάμαρα της Ελενίτσας. Ο πατέρας της δίδασκε μαθήματα ζωγραφικής στα ελληνόπουλα της μειονότητας της Βορείου Ηπείρου στο καλλιτεχνικό σχολείο του Αργυροκάστρου. Έπαιρνε ένα μικρό μισθό, και ήταν υποχρεωμένος κάθε χρόνο να παραδίδει ένα έργο του στο αλβανικό κράτος. Όταν όμως αρνήθηκε να πει στα ελληνόπουλα ότι ο Χότζα έστειλε στην Ελλάδα τρία καράβια καλαμπόκι για τους Έλληνες που πεινούσαν, τότε κατηγορήθηκε από το καθεστώς, ως εχθρός του λαού και του κόμματος.
Η ελληνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου, υπό την ηγεσία του Εμβέρ Χότζα την περίοδο από το 1944 μέχρι και το θάνατό του το 1985, βομβαρδιζόταν με μηνύματα προπαγάνδας. Καταβροχθίζονταν κυριολεκτικά από αμέτρητους καταναγκασμούς και κανόνες, που τους επιβάλλονταν από την στιγμή που γεννιόνταν. Στα σχολεία γινόταν μια συστηματική προσπάθεια για να «καταχωρηθούν» στα μυαλά των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου οι γραμμές που επιθυμούσε το καθεστώς. Τα μηνύματα προπαγάνδας λειτουργούσαν ως ένας αντιπερισπασμός κατασιγάζοντας την κοινωνική οργή για την διάσωση και παραμονή του καθεστώτος στην εξουσία, με επιτακτικές και συνεχώς αυξανόμενες υποχρεώσεις των Ελλήνων της Αλβανίας σε ένα σκοτεινό και απειλητικό μέλλον. Η προπαγάνδα γινόταν μάλιστα σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιο τρόπο που μόνο όσα ήθελε ή επέτρεπε το καθεστώς μπορούσαν να μαθευτούν. Εκείνο που επιδιώκονταν ήταν να αποδυναμωθεί η κρίση, και η βούληση των Ελλήνων της Αλβανίας, ώστε το απειλητικό ρεύμα μίσους και φόβου για το καθεστώς να μπαίνει στο περιθώριο και έτσι, δεν θα προσπαθούσαν οργανωμένα και με πείσμα να αγωνιστούν για να διαμορφώσουν καλύτερους όρους για την επιβίωσή τους. 
Όταν η αλβανική αστυνομία πήγε χαράματα στο σπίτι τού Οδυσσέα για να τον συλλάβουν, το σκοτεινό σοκάκι της γειτονιάς του αναστατώθηκε από τα ποδοβολητά των χωροφυλάκων. Η οικογένεια κοιμόταν. Οι χωροφύλακες με τα αυτόματα στην αμασκάλη τους, βροντούσαν δαιμονισμένα την πόρτα του σπιτιού του και όλοι τους πετάχτηκαν τρομαγμένοι, όρθιοι απ’ τον ύπνο τους. Η Ελενίτσα γεμάτη φόβο από τα ουρλιαχτά των χωροφυλάκων, έτρεξε απ’ το παιδικό της κρεβατάκι στην αγκαλιά τής μάνας της. Έμεινε εκεί ασάλευτη σαν άγαλμα, περιμένοντας τα χειρότερα. Η μάνα της ταράχτηκε, έβαλε τα χέρια της στο κεφαλάκι της Ελενίτσας. Τίποτε άλλο δεν σκέπτονταν παρά μόνο την κόρη της. Η πόρτα δεν άντεξε στα επίμονα κτυπήματα των χωροφυλάκων με τα κοντάκια των όπλων τους. Έσπασε ο μάνταλός της μ’ ένα εκκωφαντικό θόρυβο, και τινάχτηκε ανοιχτή. Οι χωροφύλακες χίμηξαν πάνω στον Οδυσσέα που τους κοίταζε με ύφος παγερό. Η Ελενίτσα σήκωσε το κεφαλάκι της απ’ τον κόρφο της μάνας της, μόνο τόσο όσο χρειαζόταν για να δει ποιοι ήταν. Δεν άργησε να προσέξει ότι ένας απ’ τους χωροφύλακες με σκοτεινό βλέμμα την σημάδευε με την κάνη του αυτομάτου όπλου του. Με γουρλωμένα τα ματάκια της, έβαλε μονομιάς τα κλάματα. Έτρεμε, και δεν ήταν απ’ το κρύο. Ήταν ταραγμένη. Πολύ ταραγμένη.
Στον μικρό κρότο που ακούστηκε όταν σφράγισαν οι χειροπέδες στα χέρια του πατέρα της, μια έκφραση πόνου απλώθηκε στο προσωπάκι της. Ο σπαραγμός του πατέρα της βουβός όταν άκουσε τα δάκρυα της κόρης του να κυλούν. Τα χείλη του δεν βγάζανε λέξη, η ανάσα του μισή. Όμως σίγουρα η λάμψη στα φλεγόμενα μάτια του, σίδερο στράβωνε.
Εκείνη την λάμψη των ματιών του θα την κρατούσε η Ελενίτσα για πάντα μες στο μυαλό της, σαν μια ανάμνηση πικρή.
Τον πήρανε σιδεροδέσμιο, και τα ματάκια της κόρης του τον ακολουθούσαν, ψάχνανε κάπου να πιαστούν. Ο πατέρας της πονούσε και εκείνος, ένα βογκητό έβγαινε απ’ τα χείλη του. Όμως έμοιαζε να της δίνει θάρρος με το ζεστό του βλέμμα. Δεν ήξερε πως αλλιώς να το κάνει. Ήταν απαραίτητο να κρύψει την στιγμή που θα του έφερνε δάκρυα μπροστά στην κόρη του. Δεν ήθελε να προδώσει την ταραχή του, να γρατσουνίσει την καρδούλα της.