Κυριακή 13 Απριλίου 2014

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΠΤΗ - Γ. Μ. ΜΑΡΑΣ

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΠΤΗ

ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ
Βασισμένο σε πραγματική ιστορία

Ο νεαρός προς στιγμήν κάνει προσπάθεια να του
ξεφύγει αλλά ο άγνωστος σφίγγει την λεπίδα πιο
πολύ πάνω στον λαιμό του... Μην έχοντας άλλες
δυνάμεις βάζει το ένα του χέρι στην τσέπη και
βγάζει ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα. Ο άγνωστος
το αρπάζει με μιας και του δίνει ένα δυνατό χτύ-
πημα στην πλάτη κόβοντάς του την ανάσα. Ο νεα-
ρός πέφτει στο χώμα προσπαθώντας να αναπνεύσει.
Μόλις καταφέρνει να πάρει ανάσα, φωνάζει για βοή-
θεια. Οι υπόλοιποι Νεαροί ακούγοντας τις εκκλή-
σεις του αγοριού τρέχουν πανικόβλητοι προς το
σημείο ... Όμως σε δευτερόλεπτα ο άγνωστος ει-
σβολέας είχε γίνει ένα με το σκοτάδι.
Μετά από αυτό το περιστατικό η κοινωνία των
ομοφυλόφιλων θορυβείται, καθώς οι επιθέσεις πολ-
λαπλασιάζονται με τον καιρό. Οι εφημερίδες κάνουν
αναφορές συνέχεια για τον διεστραμμένο που πα-
ραμονεύει στις φυλλωσιές του πάρκου του Ζαππεί-
ου, τονίζοντας ότι δεν τραυματίζει τα θύματα του,
αλλά κάνει επιθέσεις, τους γρονθοκοπεί αν αντι-
στέκονται και τους κλέβει ότι πολύτιμο έχουν πάνω
τους. Κάτι που λίγα χρόνια μετά, σε μια άλλη υπό-
θεση δεν θα ισχύει το ίδιο.


Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Ο αντιστασιακός φοιτητής και άλλα 9 διηγήματα ΦΩΤΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ

Ο αντιστασιακός φοιτητήςκαι άλλα 9 διηγήματαΦΩΤΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ




Δε ζύγωνε κανένα κι όλους τους απόφευγε, σα να τους φοβόταν –από μια μοίρα αδυσώπητη φαινόταν κατατρεγμένος.
Κι έτσι προχώραγε ξένος, αδιάφορος, μυστηριώδης, πότε σιγά-σιγά και πότε φτερώνοντας το βήμα του.
Πολλά και διάφορα ακούγονταν για κείνο το γέρο «Κάβουρα», όπως τον ξέραν όλοι –παρατσούκλι, πού ’ταν άγνωστο το πώς του βγήκε.
Κάποιοι έλεγαν πως ήταν ταξιδιάρης και ξενέρισε σ’ αυτόν τον τόπο, σαν έχασε τη φαμίλια του.
Κι άλλοι ότι ήταν ξενομερίτης και ρίζωσ’ εδώ, απ’ τον καιρό της Κατοχής. Κανένας, όμως, δεν ήξερε τίποτα τ’ αληθινό γι’ αυτόν. Ποιος ήταν, από πού ήρθε και πότε.
Γυρνούσε τους καφενέδες και τα καπηλειά ολημερίς, τραγουδώντας κι αποζητώντας, με φυλακισμένη τη ψυχή στο ούτι του, λίγα ψίχουλα ευσπλαχνίας, για την πόρεψή του. Αλήθεια, ποιος μπορεί να ξέρει από τι είναι μαραγκιασμένη η καρδιά του συνανθρώπου του; Και τι σαράκι φωλιάζει μέσα της. Κανένας!


Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Ο ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ -Θωμά Μιχαλιέρη

Ο ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ -Θωμά Μιχαλιέρη



Άνοιξη. Τετάρτη απόγευμα. Ο ήλιος έδυε στρώνο-
ντας ένα σεντόνι από χρώματα στην παραλία της
Χαλκίδας. Οι ρόδινες ηλιαχτίδες χόρευαν πάνω
στην θάλασσα και οι λάμψεις τους σβήνανε με τα
κύματα που ζωγραφίζανε οι βαρκούλες στο πέ-
ρασμά τους. Η Έλενα, ένα γοητευτικό πλάσμα,
εργαζόταν ως σερβιτόρα σε ένα ήρεμο και γαλή-
νιο παραλιακό cafe της πόλης. Αυτό το κορίτσι
βρισκόταν στο αποκορύφωμα της θηλυκής ομορ-
φιάς. Είχε τον δικό της τρόπο να προσεγγίζει, να
συλλαμβάνει και να εκφράζει τον αισθησιασμό,
τον ερωτισμό, την θηλυκότητα, την κομψότητα
των κρίνων που ανθίζουν την αυγή. Η αισθησιακή
ύπαρξή της έκανε θαύματα στην ερωτική φαντα-
σία των ανδρών. Τα βήματά της πάνω στα γυμνά
δρύινα σανίδια της καφετέριας πινελιές θηλυκό-
τητας που τους τρέλαιναν. Η αισθησιακή ενότητα
των κινήσεων και των στάσεών της σπέρματα των
δικών της εμπνεύσεων. Είχε τέτοια γοητεία που
κάθε βράδυ το φεγγάρι έβγαινε με το κομπολόι
του πίσω απ’ τον βράχο, στον Φάρο της Χαλκίδας,
και ρίχνονταν πάνω της, ζωγραφίζοντας δροσερά
5
κυματάκια στα χρυσά μαλλάκια της, ντύνοντας
τα ματάκια της με αινίγματα που φωνάζανε για το
αύριο. Και αν σήκωνες το κεφάλι σου ψηλά στον
ουρανό, θα έλεγες ότι το άστρο που έλειπε ήταν
της Έλενας. Το πρωί την ξυπνούσαν τα αρσενικά
κοτσύφια, τραγουδώντας στριμωγμένα στα δέν-
δρα έξω απ’ το σπίτι της. Όταν βάδιζε στην παρα-
λία της πόλης, το στήθος της δύο τρυφερά μπου-
μπούκια που μόλις ο ήλιος τα είχε ανοίξει, έσχι-
ζαν τον αέρα, και τα χελιδόνια φεύγανε μπροστά
κρατώντας σημαίες στο δρόμο της. Οι πωλήτρι-
ες των μαγαζιών ζυγίζανε την ομορφιά της και τα
αφεντικά τους κοιτάζανε πίσω απ’ τα τζάμια. Η σι-
ωπή τους ηχούσε στο δρόμο. Αλλά κανείς δεν είχε
αγγίξει τον θεϊκό της κόρφο. Και η σκόνη ακόμη
τρελαίνονταν που δεν μπορούσε να την αγγίξει!
Μόνο τα γοβάκια της κλέβανε λίγο απ’ το ρυθμό
της στο δρόμο της και, όσοι ήταν τυχεροί και βρί-
σκονταν μπροστά της, αρπάζανε λίγο απ’ τη λάμ-
ψη του άστρου της.
Με την απερίγραπτη καλλονή των κινήσεών της
και των ανάλαφρων δονήσεων του στήθους της
σε κάθε βήμα της, οι λέξεις αισθησιασμός, ερω-
τισμός, θηλυκότητα, κομψότητα, χάρη, λεπτότη-
τα, ανθίζανε με την παρθενική τους αγνότητα και
δεν χρειαζόταν να ανατρέξεις σε κανένα λεξικό για
να βρεις το νόημά τους. Αρκούσε να έβλεπες την
Έλενα να περπατά στην παραλία της πόλης. Τότε
αναντίρρητα είχες δει την αίγλη των παραπάνω
λέξεων με την δυναμική τους έκφραση αποτυπω-
μένη στο σώμα της, στις κινήσεις της. Και τότε
έλεγες «αυτό το κορίτσι ευλογήθηκε σαν γυναίκα»,
και αναρωτιόσουν από ποια μάνα βύζαξε αυτή τη
χάρη η αδάμαστη αυτή αμαζόνα.
6
Η φλόγα της Έλενας έψαχνε αφορμή για να ξε-
διψάσει στη Χαλκίδα, σε μια καινούργια ζωή. Το
άστρο της όμως δεν μπορούσες να το βγάλεις εύ-
κολα για σεργιάνι και αναρωτιόσουν «που ταξί-
δευε αυτό το κορίτσι όταν κοίταζε την βροχή;».
Η Έλενα κυριαρχούσε με τη γοητεία της στην
καφετέρια που εργαζόταν ως σερβιτόρα. Ο αισθη-
σιασμός της ξεχείλιζε από τα μπλουζάκια της με
το χαμηλό ντεκολτέ. Οι αισθησιακές καμπύλες
της άνοιγαν τις σαρκικές ορέξεις των ανδρών που
αναζητούσαν αποδοχή από την γοητεία της, κά-
νοντας όνειρα. Την διεκδικούσαν ακροβατώντας
με το βλέμμα τους ανάμεσα από τις σαγηνευτικές
ματιές της και τις εικόνες που συλλαμβάνανε απ’
το καυτό κορμί της, όταν σερβίριζε στην καφετέ-
ρια. Η Έλενα όμως έπαιζε διαρκώς μαζί τους. Κι-
νούσε το ενδιαφέρον εκεί που ήθελε, έτσι οι καρ-
διές των ανδρών κάλπαζαν, τα όνειρά τους φεύ-
γανε μπροστά και δεν τολμούσαν να απλώσουν
τα χέρια τους να τα τραβήξουν πίσω, γιατί τους
έδινε ένα απροσδόκητο χαμόγελο και τους άφη-
νε να πιστεύουν ότι πολύ σύντομα θα γινόταν δι-
κιά τους.

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Μικρές Ασήμαντες Τυραννίες -Αντώνης Ανδρουλιδάκης

Μικρές Ασήμαντες Τυραννίες

-Αντώνης Ανδρουλιδάκης


Απελπισμένη, άνοιγε κάθε πρωί με το φόβο,
πως από ώρα σε ώρα θα φανούν οι κλητήρες
του Δήμου να της σφραγίσουνε τη ζωή. Κι ο φό-
βος, σαν καυτός αέρας, φούντωνε τις ανάγκες
της μονογονεϊκής της οικογένειας. Λες κι άνοι-
γε μπρος στα μάτια της μια γιγάντια οθόνη και
τρέχανε οι λογαριασμοί, σαν ακυρωμένες πτή-
σεις στο ταμπλό ενός αεροδρομίου. Καμιά πτή-
ση της δεν την έβγαζε πουθενά. Κι ό,τι χρεια-
ζούμενο για να γιατροπορεύει τη ζωή της, κα-
θόταν ανήμπορο και βουβό, με τα μπαγκάζια
του παρκαρισμένα κι ανεκπλήρωτα ανάμεσα
στα πόδια.
Όμως, ούτε στιγμή δεν έχασε το χαμόγελο
της. Κι αν τύχαινε κάποιες φορές να πικρα-
θεί το στόμα της, τσίμπαγε ένα σοκολατάκι κι
έσπρωχνε κάτω το φαρμάκι και την κακοσύνη
των ανθρώπων.
Ώσπου μια μέρα, πήρε μια λευκή κόλα χαρτί,
μοστράρισε στη γωνιά επάνω μια ασπρόμαυρη
φωτογραφία της κι έγραψε από κάτω με μαύ-
ρο στυλό: