Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΘΕΡΜΑ ΟΣΟΥΣ ΜΑΣ ΤΙΜΗΣΑΝ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟΥΣ ΔΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΣΥΝΤΟΜΑ

Από την σημερινή παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Κτενά με τον Κοροβέση και τον Αποστόλάκη - Κυριακή, 23 Μαρτίου 2014, στις 20.00 στο cafe bar "Μύλος" ΜΙΛΗΣΑΝ ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Περικλής Κοροβέσης, ο χαΐνης Δημήτρης Αποστολάκης και ο Γιώργος Κτενάς.
Την Παρουσίαση άνοιξε ο Στέφανος Γλαύκωψ. 

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΘΕΡΜΑ ΟΣΟΥΣ ΜΑΣ ΤΙΜΗΣΑΝ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟΥΣ ΔΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΣΥΝΤΟΜΑ

Αλλο ένα απόσπασμα από το βιβλίο Ο ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΜΑΣΤΟΡΕΥΕΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Ένα καπέλο γεμάτο χαρτοπόλεμο
Τις βροχερές μέρες πήγαινε κάτω από τις τέντες των μαγαζιών και τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών. Προσεκτικά, για να μην πέσει πάνω του νερό. Παρέα του είχε, μόνιμα, ένα ξύλινο παπούτσι. Μπορείτε να το φανταστείτε; Ένα μαύρο καπέλο από φράγκο, γυρισμένο όμως ανάποδα, να κινείται στον χώρο μαζί με ένα ξύλινο παπούτσι. Και η αλήθεια είναι πως τα δυο τους πήγαιναν παντού. Σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας. Μοναστηράκι, Ψυρρή, Κεραμεικό, Γκάζι, Θη40
σείο, Πλάκα, Εξάρχεια. Στον λόφο του Στρέφη. Παντού. Σήμερα, για παράδειγμα, βρέθηκαν στο Θησείο. Μεσημεράκι, μόλις είχε ζεστάνει για τα καλά ο ήλιος. Κόσμος, κίνηση, τα μαγαζιά ήταν γεμάτα. Σε μία άκρη, που ήταν μέση για όποιον μπορούσε να παρατηρήσει καλά, είχε στηθεί μία αυτοσχέδια λέσχη: ένας πάγκος, τρία τραπουλόχαρτα και, μόνιμα, τρεις άνθρωποι τριγύρω. Ο ένας από τη μέσα πλευρά, πότε να μοιράζει και πότε να μαζεύει χρήματα και άλλοι δύο από έξω, πότε να χάνουν και πότε να κερδίζουν στο ποντάρισμά τους. Το καπέλο και το παπούτσι, το ξύλινο παπούτσι, έμειναν να κοιτάζουν. Μαζί τους και κάποιοι περαστικοί, που χάζευαν τον «παπά». Αλλά και τρεις τσιλιαδόροι, στις γωνίες, που «έκοβαν» κίνηση. Το καπέλο σκούντηξε το παπούτσι, το ξύλινο παπούτσι, δείχνοντας τον έναν από τους δύο που πόνταραν, δήθεν για να κερδίσουν και δήθεν για να χάσουν. Ένας άντρας γύρω στα 60, με μουστάκι και μαλλιά στο χρώμα τού παλιού κομοδίνου, κι ένα κοστούμι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τού διπλανού του. «Κολυμπούσε» εκεί μέσα ο άνθρωπος, αλλά τι να έκανε; Το μεροκάματό του ήθελε να βγάλει. Αργότερα μέσα στην ίδια μέρα, το καπέλο και το παπούτσι, το ξύλινο παπούτσι, τριγυρνούσαν στο Μοναστηράκι. Μπροστά τους ένας αδιάφορος νεαρός με τη φιλενάδα του, έψαχναν για παλιά μπρίκια. Κλασική περίπτωση μικροαστικού νταλκά.
Κάποια απογεύματα αργότερα η παρέα βρέθηκε στον Κεραμεικό. Ή, μήπως, ήταν Βοτανικός;
41
Ξεχάστηκαν με την κουβέντα και δεν κατάλαβαν πού ακριβώς είχαν φτάσει. Ποιος ξέρει, αλλά και τι σημασία έχει έτσι κι αλλιώς ο προορισμός σε μία βόλτα; Το καπέλο και το παπούτσι, το ξύλινο παπούτσι, συζητούσαν περί ανέμων και υδάτων. Ξαφνικά βρέθηκαν έξω από έναν μπερντέ. Ένα παλιό καφενείο ήταν δηλαδή, που είχε προσαρμοστεί στις ανάγκες τού θεάτρου σκιών. Στον χώρο των θεατών δεν έπεφτε καρφίτσα. Αυτό που έκανε εντύπωση στο καπέλο και το παπούτσι, το ξύλινο παπούτσι, ήταν ότι στο κοινό υπήρχαν αποκλειστικά νέα και χαμογελαστά παιδιά. Με φωτεινά μάτια, κόκκινα, πράσινα και μπλε μαλλιά, μωβ φαρδιές παντελόνες, σανδάλια, αυτοσχέδιες τσάντες γεμάτες με βιβλία και προφυλακτικά. Η γενιά των γονιών τους χαρακτηρίζει αυτά τα παιδιά απολιτικά. Δεν φτάνει που δεν ντρέπονται για τα προβλήματα που φόρτωσαν στις πλάτες τους, αφού δεν αναμετρήθηκαν ποτέ τους με κανένα, δεν μπορούν από πάνω να διακρίνουν ότι η πολιτικοποίηση των παιδιών τους δεν αφορά τις καθοδηγητικές αξιώσεις κανενός κόμματος. Αλλά επιτυγχάνεται μέσα από την πολιτικοποίηση της ίδιας της ζωής. Παρακολουθώντας, για παράδειγμα, τις περιπέτειες ενός μεγάλου Έλληνα, με ανήσυχο, επαναστατικό και ανυπότακτο πνεύμα: του Καραγκιόζη. «Η πραγμάτωση του ανθρώπου», γύρισε σε μία στιγμή στο διάλειμμα της παράστασης και είπε το παπούτσι, το ξύλινο παπούτσι, στο καπέλο, «γίνεται μέσα στην κοινωνία. Παρέα με τους άλλους ανθρώπους. Όπως συμβαίνει εδώ, τώρα, με αυτά τα νέα παιδιά. Για αυτό ο άνθρωπος, σαν πολιτικό
42
ον που είναι, έχει για καθρέφτη του τον διπλανό του. Αυτό, τουλάχιστον, γράφει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο».
«Το έχεις διαβάσει;», αποκρίθηκε με ερώτηση το καπέλο. «Μόνο το πρώτο κεφάλαιο», ήταν η απάντηση που έλαβε.
Ένα βραδάκι του Σεπτέμβρη, ο δρόμος τούς έβγαλε στα Εξάρχεια. Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος για να αλλάξει η διάθεση και να φτιάξει το κέφι αυτή την περίοδο του χρόνου. Το καπέλο και το παπούτσι, το ξύλινο παπούτσι, έψαχναν ανάμεσα από τις πολυκατοικίες που υψώνονταν τριγύρω τους, να βρουν ένα κομμάτι ουρανό. Μάταιος κόπος, η αντιαισθητική δόμηση που υπάρχει στην Αθήνα δεν επιτρέπει τέτοιου είδους πολυτέλειες. Ξαφνικά, σε ένα σταυροδρόμι γεμάτο με κόσμο, είδαν πορτοκαλόχρωμο φως. Για την ακρίβεια, είδαν φωτιά. Ένας περίεργος τύπος, κοντοκουρεμένος αλλά με κοτσίδα, με πολλά σκουλαρίκια στα αυτιά, κρατούσε μία φλεγόμενη ράβδο. Και κάθε φορά που φυσούσε προς το μέρος της, η φωτιά μεγάλωνε και ανέβαινε στον ουρανό. Κανονικό θέατρο του δρόμου, με το κοινό να φωνάζει «Μπράβο Τζόνι, κάν’ το μία ακόμα φορά». Κι ο Τζόνι δεν χαλούσε χατίρι σε κανέναν. Με το χαμόγελό του, δεν άφησε κάποιον παραπονεμένο. Όταν τελείωσε έκανε μία βαθιά υπόκλιση προς το κοινό του και αποζημιώθηκε για την παράσταση με ένα δυνατό χειροκρότημα και πολλά ζεστά χαμόγελα. Φυσικά, δεν έφτανε μόνο αυτό στον Τζόνι. Αυτή η παράσταση ήταν η δουλειά του, έπρεπε να εξοι43
κονομήσει χρήματα από αυτό που έκανε. Έβγαλε από την τσέπη του λοιπόν τη σφουγγάρα και γύρισε από τραπέζι σε τραπέζι, πότε με ένα κομπλιμέντο για τα όμορφα κορίτσια και πότε με μία ευγενική παρλάτα για τα αγόρια. Τι ήταν η σφουγγάρα; Ένα παλιό σκουφάκι που είχε πάντα στην πίσω τσέπη τού παντελονιού του και γέμιζε από τους θεατές με ό,τι είχε ο καθένας ευχαρίστηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: