Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Ο ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΜΑΣΤΟΡΕΥΕΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ -ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΤΕΝΑ

Ο ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΜΑΣΤΟΡΕΥΕΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΤΕΝΑ

ebook ISBN 978-960-7740-73-1
BOOK ISBN 978-960-7740-72-4




Ο ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΜΑΣΤΟΡΕΥΕΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΤΕΝΑ

Το αποτέλεσμα μόνο μετράει

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Ο ήχος από το κύμα τον ξύπνησε. Ώρα ήταν πια, ο ήλιος είχε ανέβει για τα καλά στον ουρανό. Χαμογέλασε ελαφρά, ένιωθε πως ήταν κοντά στον προορισμό του. Σηκώθηκε και είδε το απέραντο γαλάζιο. Δεν απογοητεύτηκε. Γιατί να το κάνει άλλωστε; Πρέπει να ήταν κοντά στον προορισμό του. Το λευκό πουκάμισο, ταλαιπωρημένο λίγο από τις μέρες που το φορούσε, είχε αρχίσει να σκουραίνει. «Δεν πειράζει», σκέφτηκε. «Όταν φτάσω στο νησί “μου”, στο δικό “μου” νησί, θα βρω έναν πλανόδιο ή καλύτερα μία όμορφη κοπέλα στην αγορά, με έναν πάγκο γεμάτο με πουκάμισα. Θα τη φιλήσω γλυκά και θα μου δώσει
10
ένα καινούργιο». Ο ενθουσιασμός του ήταν μεγάλος. Πήρε κατευθείαν τον χάρτη, μια πυξίδα, μολύβι και βάλθηκε να βρει πού ακριβώς είναι το νησί «του», το δικό «του» νησί. Εκεί που θα ξεφόρτωνε ένα καράβι γεμάτο με όνειρα. Από το πιο μικρό, μέχρι το μεγαλύτερο. Ένα πολύτιμο φορτίο που έσερνε μαζί του 40 τόσα χρόνια και το οποίο είχε ελαφρύνει ελάχιστα όλο αυτό διάστημα.
Ο άνεμος ήταν με το μέρος του: φυσούσε ικανοποιητικά. Έπρεπε, όμως, να ανοίξει τα πανιά για να φουσκώσουν και να τον σπρώξουν στο νησί «του», στο δικό «του» νησί. Με δύο βήματα βρέθηκε δίπλα από το κατάρτι. «Μωρέ, να ήμουν λίγο ψηλότερος. Καημό το έχω από παιδί. Αλλά πήρα από το σόι του πατέρα μου, όπως έλεγε και η μάνα μου, που είναι κοντοί». Προσπάθησε, έλυσε τελικά το σκοινί που είχε σκαλώσει σε ένα ψηλό σημείο και τα πανιά άνοιξαν. Τεράστια, λευκά, μέρος των ονείρων του κι αυτά, έκαναν το μικρό του καράβι να μοιάζει με κουραμπιέ από μακριά.
«Παράξενο, τόσες μέρες στη θάλασσα και δεν συνάντησα κανέναν άλλον να πηγαίνει προς τα εκεί. Μα καλά, δεν έχει κανείς άλλος όνειρα; Κι αν έχει, τι τα κάνει; Από την άλλη θα μου πεις στο νησί “μου”, στο δικό “μου” νησί, θα τα πάνε; Δε θα με πείραζε, όμως, γιατί έχει χώρο εκεί πέρα για όλους. Κι ο άνεμος βοηθάει για αυτό το ταξίδι». Στον ορίζοντα εμφανίστηκε ξαφνικά μία μαύρη σημαία. Λες και κάποιος άκουσε την επιθυμία του και ήθελε να του στείλει πα11
ρέα. Γιατί μαύρη σημαία όμως; Μήπως ήταν… Ναι, ήταν πειρατές. Ένα καλοδουλεμένο ξύλινο καράβι, θαρρείς από το βασιλικό ναυτικό, που η όψη του έκοβε την ανάσα σε όποιον το κοίταζε. Δεν φοβήθηκε στιγμή, γιατί να το κάνει; Αυτός πήγαινε στο νησί «του», στο δικό «του» νησί. Και το φορτίο του ήταν μόνο δικό του, δεν μπορούσε κανείς να το πειράξει. «Δεν γίνεται να κλέψεις κάποιου τα όνειρα. Πώς θα γίνει αυτό, ούτε σωστό είναι ούτε τίποτα». Χαμογέλασε και κινήθηκε με χαρά προς το μέρος τους.
Λίγη ώρα αργότερα οι δύο πλώρες μπορούσαν να «μυρίσουν» η μία την άλλη. Ο καπετάνιος τού πειρατικού βγήκε μπροστά. Κλασσική φιγούρα. Μακριά κόκκινα γένια, «βουλωμένο» με μαντίλι το ένα μάτι και έναν «εξυπνάκια» παπαγάλο στον ώμο του.
-Τι έχεις εκεί ρε;
-Δεν βλέπετε κύριε; Τα όνειρα μου μεταφέρω. Πάω να τα ξεφορτώσω σε ένα νησί, το νησί «μου».
-Μπα, τόσα πολλά είναι;
-Ναι.
-Και πού τα έχεις;
-Δεν τα βλέπετε; Παντού. Έχουν γεμίσει το καράβι, φοβάμαι μήπως πέσει κάποιο στη θάλασσα. Αν και, πάλι, φίλη μου είναι κι αυτή, θα μου το φέρει.

ΘΩΜΑ ΜΙΧΑΛΙΕΡΗ - ΕΡΩΤΕΣ ΜΕ ΧΡΩΜΑΤΑ

ΘΩΜΑ ΜΙΧΑΛΙΕΡΗ - ΕΡΩΤΕΣ ΜΕ ΧΡΩΜΑΤΑ

Book ISBN: 978-960-7740-62-5


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Ο Οδυσσέας ήταν ζωγράφος, και από τα χαράματα κάθε μέρα ήταν στο καβαλέτο του. Το εργαστήριο στο σπίτι του το έλεγε ατελιέ. Και όλοι οι τοίχοι του ήταν στολισμένοι με τις δημιουργίες του. Η κόρη του η Ελενίτσα ήθελε να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα της, να σπουδάσει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στα Τίρανα. Τα περιθώρια των σχολικών της βιβλίων, γεμάτα δικές της ζωγραφιές. Πουλιά, πεταλούδες, παπαρούνες και ανεμόμυλοι. Στις κυριακάτικες εκδρομές τους στο δάσος, πάντα σκάλιζε με ένα καρφί στους φλοιούς των δένδρων, και στις σπηλιές ζωγράφιζε γοργόνες με ένα κάρβουνο.
Η μάνα της ασχολούνταν με κεντήματα. Έκανε πάρα πολλά εργόχειρα. Μόνο αργαλειό δεν είχε μάθει. Με τα κεντήματα χτίσανε την κάμαρα της Ελενίτσας. Ο πατέρας της δίδασκε μαθήματα ζωγραφικής στα ελληνόπουλα της μειονότητας της Βορείου Ηπείρου στο καλλιτεχνικό σχολείο του Αργυροκάστρου. Έπαιρνε ένα μικρό μισθό, και ήταν υποχρεωμένος κάθε χρόνο να παραδίδει ένα έργο του στο αλβανικό κράτος. Όταν όμως αρνήθηκε να πει στα ελληνόπουλα ότι ο Χότζα έστειλε στην Ελλάδα τρία καράβια καλαμπόκι για τους Έλληνες που πεινούσαν, τότε κατηγορήθηκε από το καθεστώς, ως εχθρός του λαού και του κόμματος.
Η ελληνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου, υπό την ηγεσία του Εμβέρ Χότζα την περίοδο από το 1944 μέχρι και το θάνατό του το 1985, βομβαρδιζόταν με μηνύματα προπαγάνδας. Καταβροχθίζονταν κυριολεκτικά από αμέτρητους καταναγκασμούς και κανόνες, που τους επιβάλλονταν από την στιγμή που γεννιόνταν. Στα σχολεία γινόταν μια συστηματική προσπάθεια για να «καταχωρηθούν» στα μυαλά των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου οι γραμμές που επιθυμούσε το καθεστώς. Τα μηνύματα προπαγάνδας λειτουργούσαν ως ένας αντιπερισπασμός κατασιγάζοντας την κοινωνική οργή για την διάσωση και παραμονή του καθεστώτος στην εξουσία, με επιτακτικές και συνεχώς αυξανόμενες υποχρεώσεις των Ελλήνων της Αλβανίας σε ένα σκοτεινό και απειλητικό μέλλον. Η προπαγάνδα γινόταν μάλιστα σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιο τρόπο που μόνο όσα ήθελε ή επέτρεπε το καθεστώς μπορούσαν να μαθευτούν. Εκείνο που επιδιώκονταν ήταν να αποδυναμωθεί η κρίση, και η βούληση των Ελλήνων της Αλβανίας, ώστε το απειλητικό ρεύμα μίσους και φόβου για το καθεστώς να μπαίνει στο περιθώριο και έτσι, δεν θα προσπαθούσαν οργανωμένα και με πείσμα να αγωνιστούν για να διαμορφώσουν καλύτερους όρους για την επιβίωσή τους. 
Όταν η αλβανική αστυνομία πήγε χαράματα στο σπίτι τού Οδυσσέα για να τον συλλάβουν, το σκοτεινό σοκάκι της γειτονιάς του αναστατώθηκε από τα ποδοβολητά των χωροφυλάκων. Η οικογένεια κοιμόταν. Οι χωροφύλακες με τα αυτόματα στην αμασκάλη τους, βροντούσαν δαιμονισμένα την πόρτα του σπιτιού του και όλοι τους πετάχτηκαν τρομαγμένοι, όρθιοι απ’ τον ύπνο τους. Η Ελενίτσα γεμάτη φόβο από τα ουρλιαχτά των χωροφυλάκων, έτρεξε απ’ το παιδικό της κρεβατάκι στην αγκαλιά τής μάνας της. Έμεινε εκεί ασάλευτη σαν άγαλμα, περιμένοντας τα χειρότερα. Η μάνα της ταράχτηκε, έβαλε τα χέρια της στο κεφαλάκι της Ελενίτσας. Τίποτε άλλο δεν σκέπτονταν παρά μόνο την κόρη της. Η πόρτα δεν άντεξε στα επίμονα κτυπήματα των χωροφυλάκων με τα κοντάκια των όπλων τους. Έσπασε ο μάνταλός της μ’ ένα εκκωφαντικό θόρυβο, και τινάχτηκε ανοιχτή. Οι χωροφύλακες χίμηξαν πάνω στον Οδυσσέα που τους κοίταζε με ύφος παγερό. Η Ελενίτσα σήκωσε το κεφαλάκι της απ’ τον κόρφο της μάνας της, μόνο τόσο όσο χρειαζόταν για να δει ποιοι ήταν. Δεν άργησε να προσέξει ότι ένας απ’ τους χωροφύλακες με σκοτεινό βλέμμα την σημάδευε με την κάνη του αυτομάτου όπλου του. Με γουρλωμένα τα ματάκια της, έβαλε μονομιάς τα κλάματα. Έτρεμε, και δεν ήταν απ’ το κρύο. Ήταν ταραγμένη. Πολύ ταραγμένη.
Στον μικρό κρότο που ακούστηκε όταν σφράγισαν οι χειροπέδες στα χέρια του πατέρα της, μια έκφραση πόνου απλώθηκε στο προσωπάκι της. Ο σπαραγμός του πατέρα της βουβός όταν άκουσε τα δάκρυα της κόρης του να κυλούν. Τα χείλη του δεν βγάζανε λέξη, η ανάσα του μισή. Όμως σίγουρα η λάμψη στα φλεγόμενα μάτια του, σίδερο στράβωνε.
Εκείνη την λάμψη των ματιών του θα την κρατούσε η Ελενίτσα για πάντα μες στο μυαλό της, σαν μια ανάμνηση πικρή.
Τον πήρανε σιδεροδέσμιο, και τα ματάκια της κόρης του τον ακολουθούσαν, ψάχνανε κάπου να πιαστούν. Ο πατέρας της πονούσε και εκείνος, ένα βογκητό έβγαινε απ’ τα χείλη του. Όμως έμοιαζε να της δίνει θάρρος με το ζεστό του βλέμμα. Δεν ήξερε πως αλλιώς να το κάνει. Ήταν απαραίτητο να κρύψει την στιγμή που θα του έφερνε δάκρυα μπροστά στην κόρη του. Δεν ήθελε να προδώσει την ταραχή του, να γρατσουνίσει την καρδούλα της.

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

ΝΕΚΡΕΡΩΤΙΣΜΟΣ -ΓΛΑΥΚΩΨ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

ΝΕΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟ 18

ΒΙΒΛΙΟ ISBN 978-960-7740-68-7
ebook ISBN 978-960-7740-69-4

Ο ΚΑΚΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΑΦΥΣΙΚΟ ΚΑΚΟ

Ένα όμορφο πρωί πέντε δασκάλες, με μάτια πολύχρω-
μα και δυο άνθη στα δάκτυλα των ποδιών τους, φώνα-
ξαν τον πρίγκιπα του σκότους για να του δώσουν τριά-
ντα αργυρά μάτια παιδιών. Πίστευαν ότι αυτή η πρά-
ξη τους έχει μέλλον, μα δεν έψαξαν να βρουν βάσιμο
λόγο για να θεμελιώσουν αυτήν τους την επιθυμία˙ εί-
ναι αβέβαιο το μέλλον.
Μετά από πολλές προσπάθειες, βρήκαν τον μεγάλο
κακό και του έδωσαν τα μάτια με το ζόρι. Αυτός όμως
δεν τα κράτησε, διότι ήταν σάπια.
Τα μάτια αυτά άφησε εις ενός δένδρου την κουφάλα
για να μην τα κράτα μαζί του και έφυγε για τον ανω-
κάτω κόσμο του.
Οι εποχές περνούσαν, η μόλυνση μολυνόταν, τα
φύλλα χαλούσαν και μια ήμερα που όλα ήταν ήρε-
μα, άνοιξε παράξενη θύρα στον ουρανό και πετάχτη-
κε από εκεί ένα μικρό κουτάκι με αυτιά γάιδαρου και
μύτη ελέφαντα. Το κουτάκι αυτό, πετάρισε, χωρίς φτε-
ρά, για λίγο και έπεσε πάνω στο κούφιο δένδρο με ζόρι
και πεποίθηση.
Όλη αυτή η κατάσταση είναι σαν μια όμορφη μηλιά
που σάπισε, όμως χωρίς τον φυσικό λόγο της ανακυ-
κλώσεως.
Πέρασαν πολλά χρονιά γεμάτα ζωή που αργώς γινό-
ταν αζωική, χάνοντας την αξία της από τα άτοπα ζητού-
μενα των λαών. Ο κακός, από την πλευρά του, άρχι-
σε να πιστεύει ότι δεν υπάρχει αληθινό κακό κατά την
ολική σημασία του.
ΕΓΡΑΨΑΝ ΠΟΙΗΤΕΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΚΑΚΟΥ
ΜΥΘΙΚΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΟΡΙΣΑΝ
68
ΤΗΝ ΦΕΥΓΑΛΕΑ ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ
ΣΑΝ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ
ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ...
Μα τι είναι όλ’ αυτά; Είναι πρωί. Τεράστιες στάμνες
άδειες, σιμά στην θάλασσα, μιλούν για το κρασί που
μέθυσε ανθρώπους -άλλοι νεκροί πια, άλλοι κοντεύ-
ουν...
Η ΝΥΚΤΑ ΑΡΓΑ ΑΠΛΩΝΕΙ
ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΥΦΑΝΤΑ
ΠΛΕΓΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΚΟΝΗ
ΤΩΝ ΜΕΣΟΓΑΛΑΞΙΑΚΩΝ ΝΕΦΕΛΩΜΑΤΩΝ
Τα αργυρά μάτια, που έμεναν μόνα στην κουφάλα
του μισόνεκρου δένδρου, άρχισαν (μετά από όλα τα
προηγούμενα) να περπατούν. Πέρασαν από βουνά,
από θάλασσα, από βράχια αιωρούμενα με φως γεμά-
της σελήνης και έφθασαν στις άκρες των μικρών σπη-
λαίων. Εκεί στα σπήλαια έφτιαξαν φυσαλίδες με τα δά-
κρυα τους και μια μικρή λίμνη που ονόμασαν Δακρίς.
Όλες αυτές, οι λίγες μα ώριμες προηγούμενες κα-
ταστάσεις, τους έδωσαν πείρα για να βαδίσουν τροπι-
κά και ιδιόμορφα στους πλανήτες. Άνοιξαν, λοιπόν,
τις πύλες των μεταδόσεων και ταξίδεψαν για να ‘βρουν
ορθό και δίκαιο λόγο ύπαρξης, πράγμα που δεν μπο-
ρούν να έχουν διότι έδωσαν λόγο στο να υπάρξει Η
ΦΘΟΡΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ...

ΑΘΗΝΑ - ΥΔΡΑ - ΠΟΡΟΣ - ΑΘΗΝΑ 1991 ΓΗ

ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΩΝ ΣΚΙΩΝ - ΓΛΑΥΚΩΨ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

ΝΕΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟ 17
ebook ISBN 978-960-7740-34-2
book ISBN 978-960-7740-57-1


Μακρινές εικόνες
αναμνήσεις και παράξενα βαριά φτερά
που δεν μπορούν πια να σε βοηθήσουν να πετάξεις
να δείς τα εδάφη από ψηλά.
Κάποιος κακόβουλος κατασκευαστής
τα έφτιαξε με βαρύ μέταλλο και σου είπε
πως είναι ελαφρά σαν τα παλιά.
Εσύ νόμιζες ότι όλα μπορούν να φτιαχτούν απ’ όλους
αλλά έμαθες ότι μόνο μερικοί μπορούν να τα φτιάξουν όλα
όπως ήταν πριν χαλάσουν
και αυτοί είναι οι θεοί
–τα σύμβολα της Μητέρας Γης-
αυτοί που δεν υπάρχουν πια και έτσι όλα μένουν σπασμένα
αδιόρθωτα.
Αλλά και αν υπήρχαν όλοι αυτοί οι καλόβουλοι Θεοί της Γης
πάλι δεν θα έβλεπες από ψηλά
εκείνα τα δροσερά υψίπεδα
τις ωραίες μυρωδάτες κοιλάδες
τα δροσερά ποτάμια των βουνών
και τις ακτές τις θάλασσας.
Θα έβλεπες μαύρα κολλώδη υγρά και ξεραμένα κλαδιά νεκρά,
σπόρους θαμμένους κάτω από τις πόλεις
να αγωνίζονται μάταια να βγούν στο φως
να γίνουν δένδρα λουλούδια ή καρποί
να μοιράσουν γύρη
και να τραγουδήσουν τα λεπτοκαμωμένα
φτερωτά του ουρανού και να
παίξουν τα ζαρκάδια και όλα τα γοργόποδα
δροσιστούν στις λίμνες και τα ρυάκια.

Μήπως μέσα σε όλα αυτά τα καλώδια μπορείς να αγγίξεις
τα λεπτά δάκρυα χαράς που έχασες;

ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΠΙΑΣΩ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΠΙΑΣΩ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΘΕΛΩ -ΠΑΡΑΚΡΟΥΣΕΙΣ - ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΑΛΥΚΩΨ

ebook ISBN 978-960-7740-35-9
book ISBN 978-960-7740-56-4

ΝΕΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟ 16


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Τρόμαξε τομάρι μου εσύ
Παράκρουση Α

Θα σας μιλήσω για κάτι που έγινε όταν ήταν πρά-
σινη η Φρίκη και έπαιζε στα λιβαδάκια των μουρ-
μουρικών ακτών. Τότε που όλα ήταν φιρδικίμηλα και
σκυρτά με μύτες λαχανιές. Τότε, καθώς πήγαιναν δύο
Φρόνιμες προς την παγίδα, έφυγε μία Γίδα κόκκινη
από το παρδαλό υφαντό της Αράχνης, η οποία έβοσκε
τ’ αρσενικά της σε τόπους σαν αυτόν εδώ, που βρίσκε-
ται τώρα αυτή εδώ, σαν αυτόν εδώ. Αυτόν που βρίσκε-
ται αυτή και τ’ αρσενικά της –ούφ!
<<Τί να κάνω;>> λέει η Αράχνη στο μυαλό της –αν
έχει. Αλλά δεν πήρε απάντηση και έτσι εγώ άρχισα
να γράφω γι’ αυτήν απλά, ξένα πράγματα. Αυτά τα
πράγματα άλλαζαν συνεχώς, καθώς θέλουν: Χρώμα-
τα, πράματα και θάμματα, που βγάζουν μυρουδιές
κρεμυδένιες και λευκές, όμοιες με φτύματα ανάρμο-
στων στα διδακτήρια της σημερινής Φρίκης, η οποία
είναι μαύρη –μη αυρή· χωρίς αύρα- και κατσαριδέ-
νια.
Δεν πέρασε μεγάλο διάστημα –με χώρο, χωρίς χρό-
νο, με πλανήτες, νεφελόματα και ένα γλυκό ‘Τού, Βά-
ζου με Φρίκη και φρικτή γεύση και όμορφα, ή άσχη-
μα, ματάκια πρώιμα και φθηνά- από τότε και ήλθε,
εδώ, ένα ιπτάμενο Φρικτόρφ από την Σιβηρία με αγά-
πη και Αρκούδες, χωρίς τομάρι –η Σιβηρία ήταν πολύ
ζεστή πιά· ραδιενεργή.
5

Παράκρουση Β

Κανένας ήταν εδώ για να δώσει λύση, έτσι και έγινε,
πάντα!… -όποιος έλαβε, έλαβε! Οι άλλοι άς λάβουν!
Τα Φρικομάγαρα, κάθε φορά που ερχόταν το Φως,
έλουαν το κύμα της ενέργειας για να το καταπραϋ-
νουν, όμως βάδιζαν άσκοπα και, τυφλά όπως ήταν,
πετούσαν το αίμα και τα έντερα στον τόπο γύρω, βά-
ζοντας σε δοκιμασία το μυαλό κάθε, τυχαίου, περα-
στικού κάτω από την σημαία…
Αμέσως μετά απ’ όλ’ αυτά, βγήκε ένας μεθυσμένος
από την τρύπα του και είπε δυνατά: <<Το άγαλμα
της Ελευθερίας χωρίς αμάλγαμα! Μισώ τα αυτοκίνη-
ταα!!! Άκουσε φίλε μου…>>, μου είπε και σταματή-
θηκα. <<…πρίν από χρόνια και άλλα πολλά, ήταν μία
κότα με πολ… -όχι! όχο! … οχιές>> είπε τρομαγμένος
και μετά από λίγο ξανάρχισε: <<…πριν από χρόνια…
ήταν μία κότα… ήταν μία πόλη που θαύ… -παφ-
πούφ! πάφ- …>> κάπνισε το τσιγάρο του και ξανάρ-
χισε: << Ήταν μιά πόλη που είχε… είχε… είχε… Ε,
φυσικά, ένα άγαλμα είχε, χωρίς αμάλγαμα, που το
έλεγαν Ελευθερία. Φτιαγμένο από πράσινη –φυσικά,
κακό πράσινο χρώμα- πέτρα άσχημη και κακιά, όσο
όλη η παρανοία που φυγαδεύει τον νού στην Κόλαση.
Ένας απ’ όλους τους ανθρώπους της πόλης αυτής,
καθήμενος κάθε βράδυ στην κορυφή δύο λόφων -πή-
γαινε και ερχόταν-, μάζευε κατάρες -αρές και κατά-
και τις φώναζε δυνατά προς τα σπίτια όλων αυτών
των κακόμοιριδων. Σήκωνε τα χέρια προς τον ουρα-
νό, αφήνοντας βαρύ το μένος να πάλεται διαστροφικό
και σκουληκιάρικα πεινασμένο για τροφή, αυτή των
νεκροταφείων που αγκαλιάζουν με την λίγδα τους τα
σώματα των νεκρών.
Αυτό το άγαλμα, λοιπόν, ήταν… ήταν…. ήταν ό,τι
καλύτερο στην πόλη. Καθόταν εκεί ακίνητο –ως άγαλ-
μα- και κοίταζε τον ορίζοντα. Όλοι το αγαπούσαν, το
λάτρευαν το αγαπούσαν, πολύ το φρόντιζαν, πάρα
6
πολύ το αγαπούσαν, πολύ το φρόντιζαν, πάρα πολύ το
αγαπούσαν και το αγαπούσαν τόσο πολύ, που γίνεται
βαρετή αυτή η αγάπη.