Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Ο ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΜΑΣΤΟΡΕΥΕΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ -ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΤΕΝΑ

Ο ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΜΑΣΤΟΡΕΥΕΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΤΕΝΑ

ebook ISBN 978-960-7740-73-1
BOOK ISBN 978-960-7740-72-4




Ο ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΜΑΣΤΟΡΕΥΕΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΤΕΝΑ

Το αποτέλεσμα μόνο μετράει

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Ο ήχος από το κύμα τον ξύπνησε. Ώρα ήταν πια, ο ήλιος είχε ανέβει για τα καλά στον ουρανό. Χαμογέλασε ελαφρά, ένιωθε πως ήταν κοντά στον προορισμό του. Σηκώθηκε και είδε το απέραντο γαλάζιο. Δεν απογοητεύτηκε. Γιατί να το κάνει άλλωστε; Πρέπει να ήταν κοντά στον προορισμό του. Το λευκό πουκάμισο, ταλαιπωρημένο λίγο από τις μέρες που το φορούσε, είχε αρχίσει να σκουραίνει. «Δεν πειράζει», σκέφτηκε. «Όταν φτάσω στο νησί “μου”, στο δικό “μου” νησί, θα βρω έναν πλανόδιο ή καλύτερα μία όμορφη κοπέλα στην αγορά, με έναν πάγκο γεμάτο με πουκάμισα. Θα τη φιλήσω γλυκά και θα μου δώσει
10
ένα καινούργιο». Ο ενθουσιασμός του ήταν μεγάλος. Πήρε κατευθείαν τον χάρτη, μια πυξίδα, μολύβι και βάλθηκε να βρει πού ακριβώς είναι το νησί «του», το δικό «του» νησί. Εκεί που θα ξεφόρτωνε ένα καράβι γεμάτο με όνειρα. Από το πιο μικρό, μέχρι το μεγαλύτερο. Ένα πολύτιμο φορτίο που έσερνε μαζί του 40 τόσα χρόνια και το οποίο είχε ελαφρύνει ελάχιστα όλο αυτό διάστημα.
Ο άνεμος ήταν με το μέρος του: φυσούσε ικανοποιητικά. Έπρεπε, όμως, να ανοίξει τα πανιά για να φουσκώσουν και να τον σπρώξουν στο νησί «του», στο δικό «του» νησί. Με δύο βήματα βρέθηκε δίπλα από το κατάρτι. «Μωρέ, να ήμουν λίγο ψηλότερος. Καημό το έχω από παιδί. Αλλά πήρα από το σόι του πατέρα μου, όπως έλεγε και η μάνα μου, που είναι κοντοί». Προσπάθησε, έλυσε τελικά το σκοινί που είχε σκαλώσει σε ένα ψηλό σημείο και τα πανιά άνοιξαν. Τεράστια, λευκά, μέρος των ονείρων του κι αυτά, έκαναν το μικρό του καράβι να μοιάζει με κουραμπιέ από μακριά.
«Παράξενο, τόσες μέρες στη θάλασσα και δεν συνάντησα κανέναν άλλον να πηγαίνει προς τα εκεί. Μα καλά, δεν έχει κανείς άλλος όνειρα; Κι αν έχει, τι τα κάνει; Από την άλλη θα μου πεις στο νησί “μου”, στο δικό “μου” νησί, θα τα πάνε; Δε θα με πείραζε, όμως, γιατί έχει χώρο εκεί πέρα για όλους. Κι ο άνεμος βοηθάει για αυτό το ταξίδι». Στον ορίζοντα εμφανίστηκε ξαφνικά μία μαύρη σημαία. Λες και κάποιος άκουσε την επιθυμία του και ήθελε να του στείλει πα11
ρέα. Γιατί μαύρη σημαία όμως; Μήπως ήταν… Ναι, ήταν πειρατές. Ένα καλοδουλεμένο ξύλινο καράβι, θαρρείς από το βασιλικό ναυτικό, που η όψη του έκοβε την ανάσα σε όποιον το κοίταζε. Δεν φοβήθηκε στιγμή, γιατί να το κάνει; Αυτός πήγαινε στο νησί «του», στο δικό «του» νησί. Και το φορτίο του ήταν μόνο δικό του, δεν μπορούσε κανείς να το πειράξει. «Δεν γίνεται να κλέψεις κάποιου τα όνειρα. Πώς θα γίνει αυτό, ούτε σωστό είναι ούτε τίποτα». Χαμογέλασε και κινήθηκε με χαρά προς το μέρος τους.
Λίγη ώρα αργότερα οι δύο πλώρες μπορούσαν να «μυρίσουν» η μία την άλλη. Ο καπετάνιος τού πειρατικού βγήκε μπροστά. Κλασσική φιγούρα. Μακριά κόκκινα γένια, «βουλωμένο» με μαντίλι το ένα μάτι και έναν «εξυπνάκια» παπαγάλο στον ώμο του.
-Τι έχεις εκεί ρε;
-Δεν βλέπετε κύριε; Τα όνειρα μου μεταφέρω. Πάω να τα ξεφορτώσω σε ένα νησί, το νησί «μου».
-Μπα, τόσα πολλά είναι;
-Ναι.
-Και πού τα έχεις;
-Δεν τα βλέπετε; Παντού. Έχουν γεμίσει το καράβι, φοβάμαι μήπως πέσει κάποιο στη θάλασσα. Αν και, πάλι, φίλη μου είναι κι αυτή, θα μου το φέρει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: