Μικρές Ασήμαντες Τυραννίες
-Αντώνης Ανδρουλιδάκης
Απελπισμένη, άνοιγε κάθε πρωί με το φόβο,
πως από ώρα σε ώρα θα φανούν οι κλητήρες
του Δήμου να της σφραγίσουνε τη ζωή. Κι ο φό-
βος, σαν καυτός αέρας, φούντωνε τις ανάγκες
της μονογονεϊκής της οικογένειας. Λες κι άνοι-
γε μπρος στα μάτια της μια γιγάντια οθόνη και
τρέχανε οι λογαριασμοί, σαν ακυρωμένες πτή-
σεις στο ταμπλό ενός αεροδρομίου. Καμιά πτή-
ση της δεν την έβγαζε πουθενά. Κι ό,τι χρεια-
ζούμενο για να γιατροπορεύει τη ζωή της, κα-
θόταν ανήμπορο και βουβό, με τα μπαγκάζια
του παρκαρισμένα κι ανεκπλήρωτα ανάμεσα
στα πόδια.
Όμως, ούτε στιγμή δεν έχασε το χαμόγελο
της. Κι αν τύχαινε κάποιες φορές να πικρα-
θεί το στόμα της, τσίμπαγε ένα σοκολατάκι κι
έσπρωχνε κάτω το φαρμάκι και την κακοσύνη
των ανθρώπων.
Ώσπου μια μέρα, πήρε μια λευκή κόλα χαρτί,
μοστράρισε στη γωνιά επάνω μια ασπρόμαυρη
φωτογραφία της κι έγραψε από κάτω με μαύ-
ρο στυλό:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου