ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΡΟΠΟΣ | Βιβλία | E-Shop
Οι εκδόσεις Ισηγορία ιδρύθηκαν με σκοπό να προωθούν προς εκδότες και να εκδίδουν κυρίως τα γραπτά του Γλαυκώπη αλλά και φίλων ή άλλων συγγραφέων. Ενδιαφερόμενοι εκδότες ας επικοινωνήσουν με το email glaufx@yahoo.gr ή με το τηλέφωνο 6975518287 - Τα βιβλία των εκδόσεων διανέμονται από The little curiosity shop Athens ΠΑΡ' ΗΜΙΝ, ΠΑΡΑΓΩΝΙ επί της οδού Κωλέτη και Ζωοδόχου Πηγής Εξαρχεια.
Πέμπτη 3 Απριλίου 2014
Τετάρτη 2 Απριλίου 2014
Ο ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ -Θωμά Μιχαλιέρη
Ο ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ -Θωμά Μιχαλιέρη
Άνοιξη. Τετάρτη απόγευμα. Ο ήλιος έδυε στρώνο-
ντας ένα σεντόνι από χρώματα στην παραλία της
Χαλκίδας. Οι ρόδινες ηλιαχτίδες χόρευαν πάνω
στην θάλασσα και οι λάμψεις τους σβήνανε με τα
κύματα που ζωγραφίζανε οι βαρκούλες στο πέ-
ρασμά τους. Η Έλενα, ένα γοητευτικό πλάσμα,
εργαζόταν ως σερβιτόρα σε ένα ήρεμο και γαλή-
νιο παραλιακό cafe της πόλης. Αυτό το κορίτσι
βρισκόταν στο αποκορύφωμα της θηλυκής ομορ-
φιάς. Είχε τον δικό της τρόπο να προσεγγίζει, να
συλλαμβάνει και να εκφράζει τον αισθησιασμό,
τον ερωτισμό, την θηλυκότητα, την κομψότητα
των κρίνων που ανθίζουν την αυγή. Η αισθησιακή
ύπαρξή της έκανε θαύματα στην ερωτική φαντα-
σία των ανδρών. Τα βήματά της πάνω στα γυμνά
δρύινα σανίδια της καφετέριας πινελιές θηλυκό-
τητας που τους τρέλαιναν. Η αισθησιακή ενότητα
των κινήσεων και των στάσεών της σπέρματα των
δικών της εμπνεύσεων. Είχε τέτοια γοητεία που
κάθε βράδυ το φεγγάρι έβγαινε με το κομπολόι
του πίσω απ’ τον βράχο, στον Φάρο της Χαλκίδας,
και ρίχνονταν πάνω της, ζωγραφίζοντας δροσερά
5
κυματάκια στα χρυσά μαλλάκια της, ντύνοντας
τα ματάκια της με αινίγματα που φωνάζανε για το
αύριο. Και αν σήκωνες το κεφάλι σου ψηλά στον
ουρανό, θα έλεγες ότι το άστρο που έλειπε ήταν
της Έλενας. Το πρωί την ξυπνούσαν τα αρσενικά
κοτσύφια, τραγουδώντας στριμωγμένα στα δέν-
δρα έξω απ’ το σπίτι της. Όταν βάδιζε στην παρα-
λία της πόλης, το στήθος της δύο τρυφερά μπου-
μπούκια που μόλις ο ήλιος τα είχε ανοίξει, έσχι-
ζαν τον αέρα, και τα χελιδόνια φεύγανε μπροστά
κρατώντας σημαίες στο δρόμο της. Οι πωλήτρι-
ες των μαγαζιών ζυγίζανε την ομορφιά της και τα
αφεντικά τους κοιτάζανε πίσω απ’ τα τζάμια. Η σι-
ωπή τους ηχούσε στο δρόμο. Αλλά κανείς δεν είχε
αγγίξει τον θεϊκό της κόρφο. Και η σκόνη ακόμη
τρελαίνονταν που δεν μπορούσε να την αγγίξει!
Μόνο τα γοβάκια της κλέβανε λίγο απ’ το ρυθμό
της στο δρόμο της και, όσοι ήταν τυχεροί και βρί-
σκονταν μπροστά της, αρπάζανε λίγο απ’ τη λάμ-
ψη του άστρου της.
Με την απερίγραπτη καλλονή των κινήσεών της
και των ανάλαφρων δονήσεων του στήθους της
σε κάθε βήμα της, οι λέξεις αισθησιασμός, ερω-
τισμός, θηλυκότητα, κομψότητα, χάρη, λεπτότη-
τα, ανθίζανε με την παρθενική τους αγνότητα και
δεν χρειαζόταν να ανατρέξεις σε κανένα λεξικό για
να βρεις το νόημά τους. Αρκούσε να έβλεπες την
Έλενα να περπατά στην παραλία της πόλης. Τότε
αναντίρρητα είχες δει την αίγλη των παραπάνω
λέξεων με την δυναμική τους έκφραση αποτυπω-
μένη στο σώμα της, στις κινήσεις της. Και τότε
έλεγες «αυτό το κορίτσι ευλογήθηκε σαν γυναίκα»,
και αναρωτιόσουν από ποια μάνα βύζαξε αυτή τη
χάρη η αδάμαστη αυτή αμαζόνα.
6
Η φλόγα της Έλενας έψαχνε αφορμή για να ξε-
διψάσει στη Χαλκίδα, σε μια καινούργια ζωή. Το
άστρο της όμως δεν μπορούσες να το βγάλεις εύ-
κολα για σεργιάνι και αναρωτιόσουν «που ταξί-
δευε αυτό το κορίτσι όταν κοίταζε την βροχή;».
Η Έλενα κυριαρχούσε με τη γοητεία της στην
καφετέρια που εργαζόταν ως σερβιτόρα. Ο αισθη-
σιασμός της ξεχείλιζε από τα μπλουζάκια της με
το χαμηλό ντεκολτέ. Οι αισθησιακές καμπύλες
της άνοιγαν τις σαρκικές ορέξεις των ανδρών που
αναζητούσαν αποδοχή από την γοητεία της, κά-
νοντας όνειρα. Την διεκδικούσαν ακροβατώντας
με το βλέμμα τους ανάμεσα από τις σαγηνευτικές
ματιές της και τις εικόνες που συλλαμβάνανε απ’
το καυτό κορμί της, όταν σερβίριζε στην καφετέ-
ρια. Η Έλενα όμως έπαιζε διαρκώς μαζί τους. Κι-
νούσε το ενδιαφέρον εκεί που ήθελε, έτσι οι καρ-
διές των ανδρών κάλπαζαν, τα όνειρά τους φεύ-
γανε μπροστά και δεν τολμούσαν να απλώσουν
τα χέρια τους να τα τραβήξουν πίσω, γιατί τους
έδινε ένα απροσδόκητο χαμόγελο και τους άφη-
νε να πιστεύουν ότι πολύ σύντομα θα γινόταν δι-
κιά τους.
Τρίτη 1 Απριλίου 2014
Μικρές Ασήμαντες Τυραννίες -Αντώνης Ανδρουλιδάκης
Μικρές Ασήμαντες Τυραννίες
-Αντώνης Ανδρουλιδάκης
Απελπισμένη, άνοιγε κάθε πρωί με το φόβο,
πως από ώρα σε ώρα θα φανούν οι κλητήρες
του Δήμου να της σφραγίσουνε τη ζωή. Κι ο φό-
βος, σαν καυτός αέρας, φούντωνε τις ανάγκες
της μονογονεϊκής της οικογένειας. Λες κι άνοι-
γε μπρος στα μάτια της μια γιγάντια οθόνη και
τρέχανε οι λογαριασμοί, σαν ακυρωμένες πτή-
σεις στο ταμπλό ενός αεροδρομίου. Καμιά πτή-
ση της δεν την έβγαζε πουθενά. Κι ό,τι χρεια-
ζούμενο για να γιατροπορεύει τη ζωή της, κα-
θόταν ανήμπορο και βουβό, με τα μπαγκάζια
του παρκαρισμένα κι ανεκπλήρωτα ανάμεσα
στα πόδια.
Όμως, ούτε στιγμή δεν έχασε το χαμόγελο
της. Κι αν τύχαινε κάποιες φορές να πικρα-
θεί το στόμα της, τσίμπαγε ένα σοκολατάκι κι
έσπρωχνε κάτω το φαρμάκι και την κακοσύνη
των ανθρώπων.
Ώσπου μια μέρα, πήρε μια λευκή κόλα χαρτί,
μοστράρισε στη γωνιά επάνω μια ασπρόμαυρη
φωτογραφία της κι έγραψε από κάτω με μαύ-
ρο στυλό:
Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014
ΑΥΤΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΡΕΨΕΙ 300 - He can feed 300 the 300 can not feed themselves!
ΑΥΤΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΡΕΨΕΙ 300
ΟΙ 300 ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΘΡΕΨΟΥΝ ΚΑΝΕΝΑΝ
-ΧΘΕΣ ΒΡΑΔΥ ΕΙΔΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
-Δεν κάνω πλακα -και το έφτιαξα σήμερα!
He can feed 300 the 300 can not feed themselves!
ΑΥΤΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΡΕΨΕΙ 300 -ΧΘΕΣ ΒΡΑΔΥ ΕΙΔΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ -I HAD A DREAM WHICH WAS NOT ALL A DREAM -Lord Byron -Δεν κάνω πλακα -και το έφτιαξα σήμερα!
Darkness -Συγγνώμη αλλά δεν έχω μετάφραση-
BY LORD BYRON (GEORGE GORDON)
I had a dream, which was not all a dream.
The bright sun was extinguish'd, and the stars
Did wander darkling in the eternal space,
Rayless, and pathless, and the icy earth
Swung blind and blackening in the moonless air;
Morn came and went—and came, and brought no day,
And men forgot their passions in the dread
Of this their desolation; and all hearts
Were chill'd into a selfish prayer for light:
And they did live by watchfires—and the thrones,
The palaces of crowned kings—the huts,
The habitations of all things which dwell,
Were burnt for beacons; cities were consum'd,
And men were gather'd round their blazing homes
To look once more into each other's face;
Happy were those who dwelt within the eye
Of the volcanos, and their mountain-torch:
A fearful hope was all the world contain'd;
Forests were set on fire—but hour by hour
They fell and faded—and the crackling trunks
Extinguish'd with a crash—and all was black.
The brows of men by the despairing light
Wore an unearthly aspect, as by fits
The flashes fell upon them; some lay down
And hid their eyes and wept; and some did rest
Their chins upon their clenched hands, and smil'd;
And others hurried to and fro, and fed
Their funeral piles with fuel, and look'd up
With mad disquietude on the dull sky,
The pall of a past world; and then again
With curses cast them down upon the dust,
And gnash'd their teeth and howl'd: the wild birds shriek'd
And, terrified, did flutter on the ground,
And flap their useless wings; the wildest brutes
Came tame and tremulous; and vipers crawl'd
And twin'd themselves among the multitude,
Hissing, but stingless—they were slain for food.
And War, which for a moment was no more,
Did glut himself again: a meal was bought
With blood, and each sate sullenly apart
Gorging himself in gloom: no love was left;
All earth was but one thought—and that was death
Immediate and inglorious; and the pang
Of famine fed upon all entrails—men
Died, and their bones were tombless as their flesh;
The meagre by the meagre were devour'd,
Even dogs assail'd their masters, all save one,
And he was faithful to a corse, and kept
The birds and beasts and famish'd men at bay,
Till hunger clung them, or the dropping dead
Lur'd their lank jaws; himself sought out no food,
But with a piteous and perpetual moan,
And a quick desolate cry, licking the hand
Which answer'd not with a caress—he died.
The crowd was famish'd by degrees; but two
Of an enormous city did survive,
And they were enemies: they met beside
The dying embers of an altar-place
Where had been heap'd a mass of holy things
For an unholy usage; they rak'd up,
And shivering scrap'd with their cold skeleton hands
The feeble ashes, and their feeble breath
Blew for a little life, and made a flame
Which was a mockery; then they lifted up
Their eyes as it grew lighter, and beheld
Each other's aspects—saw, and shriek'd, and died—
Even of their mutual hideousness they died,
Unknowing who he was upon whose brow
Famine had written Fiend. The world was void,
The populous and the powerful was a lump,
Seasonless, herbless, treeless, manless, lifeless—
A lump of death—a chaos of hard clay.
The rivers, lakes and ocean all stood still,
And nothing stirr'd within their silent depths;
Ships sailorless lay rotting on the sea,
And their masts fell down piecemeal: as they dropp'd
They slept on the abyss without a surge—
The waves were dead; the tides were in their grave,
The moon, their mistress, had expir'd before;
The winds were wither'd in the stagnant air,
And the clouds perish'd; Darkness had no need
Of aid from them—She was the Universe.
Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014
ΔΑΜΗ -ΟΝΕΙΡΟΧΟΕΙΟ -ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
ΔΑΜΗ -ΟΝΕΙΡΟΧΟΕΙΟ -ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Αποφάσισα, μελετώντας τον τρόπο σκέψης μερικών
ιδιόμορφων ανθρώπων της ιστορίας, πώς θ’ αντιμε-
τωπίζω την κατάσταση αυτή. Θα παραδινόμουν σε
όσα συμβαίνουν για να μπορώ ζώντας μέσα σ’ αυτά,
να μάθω να τα ελέγχω.
Αυτή μου η απόφαση βοήθησε αρκετά. Δεν αισθα-
νόμουν ανασφαλής όταν αντιμετώπιζα τις παράξενες
σκέψεις του Λυός και εμού. Ούτε τα όνειρα με φό-
βιζαν πιά. Ήθελα μάλιστα να ψάξω βαθύτερα, χω-
ρίς να εξηγώ αυτά που ζω.
Κατάλαβα ότι οι επεξηγήσεις στους τόπους των
ονείρων είναι ανύπαρκτες και πολλές φορές θανα-
τηφόρες.
Ο κόσμος αυτός είναι σαν την πραγματικότητα
που ζούμε και δεν μπορούμε να καταλάβουμε τον
λόγο ύπαρξής της -απλά ζούμε σ’ αυτήν. Πολλές φο-
ρές την εξηγούμε και μετά από λίγο συμβαίνει κάτι
το οποίο αναιρεί την εξήγησή μας.
ιδιόμορφων ανθρώπων της ιστορίας, πώς θ’ αντιμε-
τωπίζω την κατάσταση αυτή. Θα παραδινόμουν σε
όσα συμβαίνουν για να μπορώ ζώντας μέσα σ’ αυτά,
να μάθω να τα ελέγχω.
Αυτή μου η απόφαση βοήθησε αρκετά. Δεν αισθα-
νόμουν ανασφαλής όταν αντιμετώπιζα τις παράξενες
σκέψεις του Λυός και εμού. Ούτε τα όνειρα με φό-
βιζαν πιά. Ήθελα μάλιστα να ψάξω βαθύτερα, χω-
ρίς να εξηγώ αυτά που ζω.
Κατάλαβα ότι οι επεξηγήσεις στους τόπους των
ονείρων είναι ανύπαρκτες και πολλές φορές θανα-
τηφόρες.
Ο κόσμος αυτός είναι σαν την πραγματικότητα
που ζούμε και δεν μπορούμε να καταλάβουμε τον
λόγο ύπαρξής της -απλά ζούμε σ’ αυτήν. Πολλές φο-
ρές την εξηγούμε και μετά από λίγο συμβαίνει κάτι
το οποίο αναιρεί την εξήγησή μας.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)