ΘΩΜΑ ΜΙΧΑΛΙΕΡΗ - ΕΡΩΤΕΣ ΜΕ ΧΡΩΜΑΤΑ
Book ISBN: 978-960-7740-62-5
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Ο Οδυσσέας ήταν ζωγράφος, και από τα
χαράματα κάθε μέρα ήταν στο καβαλέτο του. Το εργαστήριο στο σπίτι του το έλεγε
ατελιέ. Και όλοι οι τοίχοι του ήταν στολισμένοι με τις δημιουργίες του. Η κόρη
του η Ελενίτσα ήθελε να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα της, να σπουδάσει στην
Ακαδημία Καλών Τεχνών στα Τίρανα. Τα περιθώρια των σχολικών της βιβλίων, γεμάτα
δικές της ζωγραφιές. Πουλιά, πεταλούδες, παπαρούνες και ανεμόμυλοι. Στις
κυριακάτικες εκδρομές τους στο δάσος, πάντα σκάλιζε με ένα καρφί στους φλοιούς
των δένδρων, και στις σπηλιές ζωγράφιζε γοργόνες με ένα κάρβουνο.
Η μάνα της ασχολούνταν με κεντήματα.
Έκανε πάρα πολλά εργόχειρα. Μόνο αργαλειό δεν είχε μάθει. Με τα κεντήματα
χτίσανε την κάμαρα της Ελενίτσας. Ο πατέρας της δίδασκε μαθήματα ζωγραφικής στα
ελληνόπουλα της μειονότητας της Βορείου Ηπείρου στο καλλιτεχνικό σχολείο του
Αργυροκάστρου. Έπαιρνε ένα μικρό μισθό, και ήταν υποχρεωμένος κάθε χρόνο να
παραδίδει ένα έργο του στο αλβανικό κράτος. Όταν όμως αρνήθηκε να πει στα
ελληνόπουλα ότι ο Χότζα έστειλε στην Ελλάδα τρία καράβια καλαμπόκι για τους
Έλληνες που πεινούσαν, τότε κατηγορήθηκε από το καθεστώς, ως εχθρός του λαού
και του κόμματος.
Η ελληνική μειονότητα της Βορείου
Ηπείρου, υπό την ηγεσία του Εμβέρ Χότζα την περίοδο από το 1944 μέχρι και το
θάνατό του το 1985, βομβαρδιζόταν με μηνύματα προπαγάνδας. Καταβροχθίζονταν
κυριολεκτικά από αμέτρητους καταναγκασμούς και κανόνες, που τους επιβάλλονταν
από την στιγμή που γεννιόνταν. Στα σχολεία γινόταν μια συστηματική προσπάθεια
για να «καταχωρηθούν» στα μυαλά των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου οι γραμμές που
επιθυμούσε το καθεστώς. Τα μηνύματα προπαγάνδας λειτουργούσαν ως ένας
αντιπερισπασμός κατασιγάζοντας την κοινωνική οργή για την διάσωση και παραμονή
του καθεστώτος στην εξουσία, με επιτακτικές και συνεχώς αυξανόμενες υποχρεώσεις
των Ελλήνων της Αλβανίας σε ένα σκοτεινό και απειλητικό μέλλον. Η προπαγάνδα
γινόταν μάλιστα σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιο τρόπο που μόνο όσα ήθελε ή
επέτρεπε το καθεστώς μπορούσαν να μαθευτούν. Εκείνο που επιδιώκονταν ήταν να
αποδυναμωθεί η κρίση, και η βούληση των Ελλήνων της Αλβανίας, ώστε το
απειλητικό ρεύμα μίσους και φόβου για το καθεστώς να μπαίνει στο περιθώριο και
έτσι, δεν θα προσπαθούσαν οργανωμένα και με πείσμα να αγωνιστούν για να
διαμορφώσουν καλύτερους όρους για την επιβίωσή τους.
Όταν η αλβανική αστυνομία πήγε
χαράματα στο σπίτι τού Οδυσσέα για να τον συλλάβουν, το σκοτεινό σοκάκι της
γειτονιάς του αναστατώθηκε από τα ποδοβολητά των χωροφυλάκων. Η οικογένεια
κοιμόταν. Οι χωροφύλακες με τα αυτόματα στην αμασκάλη τους, βροντούσαν
δαιμονισμένα την πόρτα του σπιτιού του και όλοι τους πετάχτηκαν τρομαγμένοι,
όρθιοι απ’ τον ύπνο τους. Η Ελενίτσα γεμάτη φόβο από τα ουρλιαχτά των
χωροφυλάκων, έτρεξε απ’ το παιδικό της κρεβατάκι στην αγκαλιά τής μάνας της.
Έμεινε εκεί ασάλευτη σαν άγαλμα, περιμένοντας τα χειρότερα. Η μάνα της
ταράχτηκε, έβαλε τα χέρια της στο κεφαλάκι της Ελενίτσας. Τίποτε άλλο δεν
σκέπτονταν παρά μόνο την κόρη της. Η πόρτα δεν άντεξε στα επίμονα κτυπήματα των
χωροφυλάκων με τα κοντάκια των όπλων τους. Έσπασε ο μάνταλός της μ’ ένα
εκκωφαντικό θόρυβο, και τινάχτηκε ανοιχτή. Οι χωροφύλακες χίμηξαν πάνω στον
Οδυσσέα που τους κοίταζε με ύφος παγερό. Η Ελενίτσα σήκωσε το κεφαλάκι της απ’
τον κόρφο της μάνας της, μόνο τόσο όσο χρειαζόταν για να δει ποιοι ήταν. Δεν
άργησε να προσέξει ότι ένας απ’ τους χωροφύλακες με σκοτεινό βλέμμα την
σημάδευε με την κάνη του αυτομάτου όπλου του. Με γουρλωμένα τα ματάκια της,
έβαλε μονομιάς τα κλάματα. Έτρεμε, και δεν ήταν απ’ το κρύο. Ήταν ταραγμένη.
Πολύ ταραγμένη.
Στον μικρό κρότο που ακούστηκε όταν
σφράγισαν οι χειροπέδες στα χέρια του πατέρα της, μια έκφραση πόνου απλώθηκε
στο προσωπάκι της. Ο σπαραγμός του πατέρα της βουβός όταν άκουσε τα δάκρυα της
κόρης του να κυλούν. Τα χείλη του δεν βγάζανε λέξη, η ανάσα του μισή. Όμως
σίγουρα η λάμψη στα φλεγόμενα μάτια του, σίδερο στράβωνε.
Εκείνη την λάμψη των ματιών του θα την
κρατούσε η Ελενίτσα για πάντα μες στο μυαλό της, σαν μια ανάμνηση πικρή.
Τον πήρανε σιδεροδέσμιο, και τα
ματάκια της κόρης του τον ακολουθούσαν, ψάχνανε κάπου να πιαστούν. Ο πατέρας
της πονούσε και εκείνος, ένα βογκητό έβγαινε απ’ τα χείλη του. Όμως έμοιαζε να
της δίνει θάρρος με το ζεστό του βλέμμα. Δεν ήξερε πως αλλιώς να το κάνει. Ήταν
απαραίτητο να κρύψει την στιγμή που θα του έφερνε δάκρυα μπροστά στην κόρη του.
Δεν ήθελε να προδώσει την ταραχή του, να γρατσουνίσει την καρδούλα της.