Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

ΘΩΜΑ ΜΙΧΑΛΙΕΡΗ - ΕΡΩΤΕΣ ΜΕ ΧΡΩΜΑΤΑ

ΘΩΜΑ ΜΙΧΑΛΙΕΡΗ - ΕΡΩΤΕΣ ΜΕ ΧΡΩΜΑΤΑ

Book ISBN: 978-960-7740-62-5


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Ο Οδυσσέας ήταν ζωγράφος, και από τα χαράματα κάθε μέρα ήταν στο καβαλέτο του. Το εργαστήριο στο σπίτι του το έλεγε ατελιέ. Και όλοι οι τοίχοι του ήταν στολισμένοι με τις δημιουργίες του. Η κόρη του η Ελενίτσα ήθελε να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα της, να σπουδάσει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στα Τίρανα. Τα περιθώρια των σχολικών της βιβλίων, γεμάτα δικές της ζωγραφιές. Πουλιά, πεταλούδες, παπαρούνες και ανεμόμυλοι. Στις κυριακάτικες εκδρομές τους στο δάσος, πάντα σκάλιζε με ένα καρφί στους φλοιούς των δένδρων, και στις σπηλιές ζωγράφιζε γοργόνες με ένα κάρβουνο.
Η μάνα της ασχολούνταν με κεντήματα. Έκανε πάρα πολλά εργόχειρα. Μόνο αργαλειό δεν είχε μάθει. Με τα κεντήματα χτίσανε την κάμαρα της Ελενίτσας. Ο πατέρας της δίδασκε μαθήματα ζωγραφικής στα ελληνόπουλα της μειονότητας της Βορείου Ηπείρου στο καλλιτεχνικό σχολείο του Αργυροκάστρου. Έπαιρνε ένα μικρό μισθό, και ήταν υποχρεωμένος κάθε χρόνο να παραδίδει ένα έργο του στο αλβανικό κράτος. Όταν όμως αρνήθηκε να πει στα ελληνόπουλα ότι ο Χότζα έστειλε στην Ελλάδα τρία καράβια καλαμπόκι για τους Έλληνες που πεινούσαν, τότε κατηγορήθηκε από το καθεστώς, ως εχθρός του λαού και του κόμματος.
Η ελληνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου, υπό την ηγεσία του Εμβέρ Χότζα την περίοδο από το 1944 μέχρι και το θάνατό του το 1985, βομβαρδιζόταν με μηνύματα προπαγάνδας. Καταβροχθίζονταν κυριολεκτικά από αμέτρητους καταναγκασμούς και κανόνες, που τους επιβάλλονταν από την στιγμή που γεννιόνταν. Στα σχολεία γινόταν μια συστηματική προσπάθεια για να «καταχωρηθούν» στα μυαλά των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου οι γραμμές που επιθυμούσε το καθεστώς. Τα μηνύματα προπαγάνδας λειτουργούσαν ως ένας αντιπερισπασμός κατασιγάζοντας την κοινωνική οργή για την διάσωση και παραμονή του καθεστώτος στην εξουσία, με επιτακτικές και συνεχώς αυξανόμενες υποχρεώσεις των Ελλήνων της Αλβανίας σε ένα σκοτεινό και απειλητικό μέλλον. Η προπαγάνδα γινόταν μάλιστα σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιο τρόπο που μόνο όσα ήθελε ή επέτρεπε το καθεστώς μπορούσαν να μαθευτούν. Εκείνο που επιδιώκονταν ήταν να αποδυναμωθεί η κρίση, και η βούληση των Ελλήνων της Αλβανίας, ώστε το απειλητικό ρεύμα μίσους και φόβου για το καθεστώς να μπαίνει στο περιθώριο και έτσι, δεν θα προσπαθούσαν οργανωμένα και με πείσμα να αγωνιστούν για να διαμορφώσουν καλύτερους όρους για την επιβίωσή τους. 
Όταν η αλβανική αστυνομία πήγε χαράματα στο σπίτι τού Οδυσσέα για να τον συλλάβουν, το σκοτεινό σοκάκι της γειτονιάς του αναστατώθηκε από τα ποδοβολητά των χωροφυλάκων. Η οικογένεια κοιμόταν. Οι χωροφύλακες με τα αυτόματα στην αμασκάλη τους, βροντούσαν δαιμονισμένα την πόρτα του σπιτιού του και όλοι τους πετάχτηκαν τρομαγμένοι, όρθιοι απ’ τον ύπνο τους. Η Ελενίτσα γεμάτη φόβο από τα ουρλιαχτά των χωροφυλάκων, έτρεξε απ’ το παιδικό της κρεβατάκι στην αγκαλιά τής μάνας της. Έμεινε εκεί ασάλευτη σαν άγαλμα, περιμένοντας τα χειρότερα. Η μάνα της ταράχτηκε, έβαλε τα χέρια της στο κεφαλάκι της Ελενίτσας. Τίποτε άλλο δεν σκέπτονταν παρά μόνο την κόρη της. Η πόρτα δεν άντεξε στα επίμονα κτυπήματα των χωροφυλάκων με τα κοντάκια των όπλων τους. Έσπασε ο μάνταλός της μ’ ένα εκκωφαντικό θόρυβο, και τινάχτηκε ανοιχτή. Οι χωροφύλακες χίμηξαν πάνω στον Οδυσσέα που τους κοίταζε με ύφος παγερό. Η Ελενίτσα σήκωσε το κεφαλάκι της απ’ τον κόρφο της μάνας της, μόνο τόσο όσο χρειαζόταν για να δει ποιοι ήταν. Δεν άργησε να προσέξει ότι ένας απ’ τους χωροφύλακες με σκοτεινό βλέμμα την σημάδευε με την κάνη του αυτομάτου όπλου του. Με γουρλωμένα τα ματάκια της, έβαλε μονομιάς τα κλάματα. Έτρεμε, και δεν ήταν απ’ το κρύο. Ήταν ταραγμένη. Πολύ ταραγμένη.
Στον μικρό κρότο που ακούστηκε όταν σφράγισαν οι χειροπέδες στα χέρια του πατέρα της, μια έκφραση πόνου απλώθηκε στο προσωπάκι της. Ο σπαραγμός του πατέρα της βουβός όταν άκουσε τα δάκρυα της κόρης του να κυλούν. Τα χείλη του δεν βγάζανε λέξη, η ανάσα του μισή. Όμως σίγουρα η λάμψη στα φλεγόμενα μάτια του, σίδερο στράβωνε.
Εκείνη την λάμψη των ματιών του θα την κρατούσε η Ελενίτσα για πάντα μες στο μυαλό της, σαν μια ανάμνηση πικρή.
Τον πήρανε σιδεροδέσμιο, και τα ματάκια της κόρης του τον ακολουθούσαν, ψάχνανε κάπου να πιαστούν. Ο πατέρας της πονούσε και εκείνος, ένα βογκητό έβγαινε απ’ τα χείλη του. Όμως έμοιαζε να της δίνει θάρρος με το ζεστό του βλέμμα. Δεν ήξερε πως αλλιώς να το κάνει. Ήταν απαραίτητο να κρύψει την στιγμή που θα του έφερνε δάκρυα μπροστά στην κόρη του. Δεν ήθελε να προδώσει την ταραχή του, να γρατσουνίσει την καρδούλα της.

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

ΝΕΚΡΕΡΩΤΙΣΜΟΣ -ΓΛΑΥΚΩΨ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

ΝΕΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟ 18

ΒΙΒΛΙΟ ISBN 978-960-7740-68-7
ebook ISBN 978-960-7740-69-4

Ο ΚΑΚΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΑΦΥΣΙΚΟ ΚΑΚΟ

Ένα όμορφο πρωί πέντε δασκάλες, με μάτια πολύχρω-
μα και δυο άνθη στα δάκτυλα των ποδιών τους, φώνα-
ξαν τον πρίγκιπα του σκότους για να του δώσουν τριά-
ντα αργυρά μάτια παιδιών. Πίστευαν ότι αυτή η πρά-
ξη τους έχει μέλλον, μα δεν έψαξαν να βρουν βάσιμο
λόγο για να θεμελιώσουν αυτήν τους την επιθυμία˙ εί-
ναι αβέβαιο το μέλλον.
Μετά από πολλές προσπάθειες, βρήκαν τον μεγάλο
κακό και του έδωσαν τα μάτια με το ζόρι. Αυτός όμως
δεν τα κράτησε, διότι ήταν σάπια.
Τα μάτια αυτά άφησε εις ενός δένδρου την κουφάλα
για να μην τα κράτα μαζί του και έφυγε για τον ανω-
κάτω κόσμο του.
Οι εποχές περνούσαν, η μόλυνση μολυνόταν, τα
φύλλα χαλούσαν και μια ήμερα που όλα ήταν ήρε-
μα, άνοιξε παράξενη θύρα στον ουρανό και πετάχτη-
κε από εκεί ένα μικρό κουτάκι με αυτιά γάιδαρου και
μύτη ελέφαντα. Το κουτάκι αυτό, πετάρισε, χωρίς φτε-
ρά, για λίγο και έπεσε πάνω στο κούφιο δένδρο με ζόρι
και πεποίθηση.
Όλη αυτή η κατάσταση είναι σαν μια όμορφη μηλιά
που σάπισε, όμως χωρίς τον φυσικό λόγο της ανακυ-
κλώσεως.
Πέρασαν πολλά χρονιά γεμάτα ζωή που αργώς γινό-
ταν αζωική, χάνοντας την αξία της από τα άτοπα ζητού-
μενα των λαών. Ο κακός, από την πλευρά του, άρχι-
σε να πιστεύει ότι δεν υπάρχει αληθινό κακό κατά την
ολική σημασία του.
ΕΓΡΑΨΑΝ ΠΟΙΗΤΕΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΚΑΚΟΥ
ΜΥΘΙΚΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΟΡΙΣΑΝ
68
ΤΗΝ ΦΕΥΓΑΛΕΑ ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ
ΣΑΝ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ
ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ...
Μα τι είναι όλ’ αυτά; Είναι πρωί. Τεράστιες στάμνες
άδειες, σιμά στην θάλασσα, μιλούν για το κρασί που
μέθυσε ανθρώπους -άλλοι νεκροί πια, άλλοι κοντεύ-
ουν...
Η ΝΥΚΤΑ ΑΡΓΑ ΑΠΛΩΝΕΙ
ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΥΦΑΝΤΑ
ΠΛΕΓΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΚΟΝΗ
ΤΩΝ ΜΕΣΟΓΑΛΑΞΙΑΚΩΝ ΝΕΦΕΛΩΜΑΤΩΝ
Τα αργυρά μάτια, που έμεναν μόνα στην κουφάλα
του μισόνεκρου δένδρου, άρχισαν (μετά από όλα τα
προηγούμενα) να περπατούν. Πέρασαν από βουνά,
από θάλασσα, από βράχια αιωρούμενα με φως γεμά-
της σελήνης και έφθασαν στις άκρες των μικρών σπη-
λαίων. Εκεί στα σπήλαια έφτιαξαν φυσαλίδες με τα δά-
κρυα τους και μια μικρή λίμνη που ονόμασαν Δακρίς.
Όλες αυτές, οι λίγες μα ώριμες προηγούμενες κα-
ταστάσεις, τους έδωσαν πείρα για να βαδίσουν τροπι-
κά και ιδιόμορφα στους πλανήτες. Άνοιξαν, λοιπόν,
τις πύλες των μεταδόσεων και ταξίδεψαν για να ‘βρουν
ορθό και δίκαιο λόγο ύπαρξης, πράγμα που δεν μπο-
ρούν να έχουν διότι έδωσαν λόγο στο να υπάρξει Η
ΦΘΟΡΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ...

ΑΘΗΝΑ - ΥΔΡΑ - ΠΟΡΟΣ - ΑΘΗΝΑ 1991 ΓΗ

ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΩΝ ΣΚΙΩΝ - ΓΛΑΥΚΩΨ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

ΝΕΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟ 17
ebook ISBN 978-960-7740-34-2
book ISBN 978-960-7740-57-1


Μακρινές εικόνες
αναμνήσεις και παράξενα βαριά φτερά
που δεν μπορούν πια να σε βοηθήσουν να πετάξεις
να δείς τα εδάφη από ψηλά.
Κάποιος κακόβουλος κατασκευαστής
τα έφτιαξε με βαρύ μέταλλο και σου είπε
πως είναι ελαφρά σαν τα παλιά.
Εσύ νόμιζες ότι όλα μπορούν να φτιαχτούν απ’ όλους
αλλά έμαθες ότι μόνο μερικοί μπορούν να τα φτιάξουν όλα
όπως ήταν πριν χαλάσουν
και αυτοί είναι οι θεοί
–τα σύμβολα της Μητέρας Γης-
αυτοί που δεν υπάρχουν πια και έτσι όλα μένουν σπασμένα
αδιόρθωτα.
Αλλά και αν υπήρχαν όλοι αυτοί οι καλόβουλοι Θεοί της Γης
πάλι δεν θα έβλεπες από ψηλά
εκείνα τα δροσερά υψίπεδα
τις ωραίες μυρωδάτες κοιλάδες
τα δροσερά ποτάμια των βουνών
και τις ακτές τις θάλασσας.
Θα έβλεπες μαύρα κολλώδη υγρά και ξεραμένα κλαδιά νεκρά,
σπόρους θαμμένους κάτω από τις πόλεις
να αγωνίζονται μάταια να βγούν στο φως
να γίνουν δένδρα λουλούδια ή καρποί
να μοιράσουν γύρη
και να τραγουδήσουν τα λεπτοκαμωμένα
φτερωτά του ουρανού και να
παίξουν τα ζαρκάδια και όλα τα γοργόποδα
δροσιστούν στις λίμνες και τα ρυάκια.

Μήπως μέσα σε όλα αυτά τα καλώδια μπορείς να αγγίξεις
τα λεπτά δάκρυα χαράς που έχασες;

ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΠΙΑΣΩ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΠΙΑΣΩ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΘΕΛΩ -ΠΑΡΑΚΡΟΥΣΕΙΣ - ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΑΛΥΚΩΨ

ebook ISBN 978-960-7740-35-9
book ISBN 978-960-7740-56-4

ΝΕΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟ 16


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Τρόμαξε τομάρι μου εσύ
Παράκρουση Α

Θα σας μιλήσω για κάτι που έγινε όταν ήταν πρά-
σινη η Φρίκη και έπαιζε στα λιβαδάκια των μουρ-
μουρικών ακτών. Τότε που όλα ήταν φιρδικίμηλα και
σκυρτά με μύτες λαχανιές. Τότε, καθώς πήγαιναν δύο
Φρόνιμες προς την παγίδα, έφυγε μία Γίδα κόκκινη
από το παρδαλό υφαντό της Αράχνης, η οποία έβοσκε
τ’ αρσενικά της σε τόπους σαν αυτόν εδώ, που βρίσκε-
ται τώρα αυτή εδώ, σαν αυτόν εδώ. Αυτόν που βρίσκε-
ται αυτή και τ’ αρσενικά της –ούφ!
<<Τί να κάνω;>> λέει η Αράχνη στο μυαλό της –αν
έχει. Αλλά δεν πήρε απάντηση και έτσι εγώ άρχισα
να γράφω γι’ αυτήν απλά, ξένα πράγματα. Αυτά τα
πράγματα άλλαζαν συνεχώς, καθώς θέλουν: Χρώμα-
τα, πράματα και θάμματα, που βγάζουν μυρουδιές
κρεμυδένιες και λευκές, όμοιες με φτύματα ανάρμο-
στων στα διδακτήρια της σημερινής Φρίκης, η οποία
είναι μαύρη –μη αυρή· χωρίς αύρα- και κατσαριδέ-
νια.
Δεν πέρασε μεγάλο διάστημα –με χώρο, χωρίς χρό-
νο, με πλανήτες, νεφελόματα και ένα γλυκό ‘Τού, Βά-
ζου με Φρίκη και φρικτή γεύση και όμορφα, ή άσχη-
μα, ματάκια πρώιμα και φθηνά- από τότε και ήλθε,
εδώ, ένα ιπτάμενο Φρικτόρφ από την Σιβηρία με αγά-
πη και Αρκούδες, χωρίς τομάρι –η Σιβηρία ήταν πολύ
ζεστή πιά· ραδιενεργή.
5

Παράκρουση Β

Κανένας ήταν εδώ για να δώσει λύση, έτσι και έγινε,
πάντα!… -όποιος έλαβε, έλαβε! Οι άλλοι άς λάβουν!
Τα Φρικομάγαρα, κάθε φορά που ερχόταν το Φως,
έλουαν το κύμα της ενέργειας για να το καταπραϋ-
νουν, όμως βάδιζαν άσκοπα και, τυφλά όπως ήταν,
πετούσαν το αίμα και τα έντερα στον τόπο γύρω, βά-
ζοντας σε δοκιμασία το μυαλό κάθε, τυχαίου, περα-
στικού κάτω από την σημαία…
Αμέσως μετά απ’ όλ’ αυτά, βγήκε ένας μεθυσμένος
από την τρύπα του και είπε δυνατά: <<Το άγαλμα
της Ελευθερίας χωρίς αμάλγαμα! Μισώ τα αυτοκίνη-
ταα!!! Άκουσε φίλε μου…>>, μου είπε και σταματή-
θηκα. <<…πρίν από χρόνια και άλλα πολλά, ήταν μία
κότα με πολ… -όχι! όχο! … οχιές>> είπε τρομαγμένος
και μετά από λίγο ξανάρχισε: <<…πριν από χρόνια…
ήταν μία κότα… ήταν μία πόλη που θαύ… -παφ-
πούφ! πάφ- …>> κάπνισε το τσιγάρο του και ξανάρ-
χισε: << Ήταν μιά πόλη που είχε… είχε… είχε… Ε,
φυσικά, ένα άγαλμα είχε, χωρίς αμάλγαμα, που το
έλεγαν Ελευθερία. Φτιαγμένο από πράσινη –φυσικά,
κακό πράσινο χρώμα- πέτρα άσχημη και κακιά, όσο
όλη η παρανοία που φυγαδεύει τον νού στην Κόλαση.
Ένας απ’ όλους τους ανθρώπους της πόλης αυτής,
καθήμενος κάθε βράδυ στην κορυφή δύο λόφων -πή-
γαινε και ερχόταν-, μάζευε κατάρες -αρές και κατά-
και τις φώναζε δυνατά προς τα σπίτια όλων αυτών
των κακόμοιριδων. Σήκωνε τα χέρια προς τον ουρα-
νό, αφήνοντας βαρύ το μένος να πάλεται διαστροφικό
και σκουληκιάρικα πεινασμένο για τροφή, αυτή των
νεκροταφείων που αγκαλιάζουν με την λίγδα τους τα
σώματα των νεκρών.
Αυτό το άγαλμα, λοιπόν, ήταν… ήταν…. ήταν ό,τι
καλύτερο στην πόλη. Καθόταν εκεί ακίνητο –ως άγαλ-
μα- και κοίταζε τον ορίζοντα. Όλοι το αγαπούσαν, το
λάτρευαν το αγαπούσαν, πολύ το φρόντιζαν, πάρα
6
πολύ το αγαπούσαν, πολύ το φρόντιζαν, πάρα πολύ το
αγαπούσαν και το αγαπούσαν τόσο πολύ, που γίνεται
βαρετή αυτή η αγάπη.

ΚΑΙ ΑΝ ΦΩΝΑΞΩ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΒΑΘΥ ΣΚΟΤΑΔΙ ΘΑ ΒΓΕΙ ΜΟΝΗ ΜΙΑ ΚΡΑΥΓΗ - ΓΛΑΥΚΩΨ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

ΚΑΙ ΑΝ ΦΩΝΑΞΩ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΒΑΘΥ ΣΚΟΤΑΔΙ
ΘΑ ΒΓΕΙ ΜΟΝΗ ΜΙΑ ΚΡΑΥΓΗ
ΓΛΑΥΚΩΨ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

EBOOK ISBN 978-960-7740-55-7
BOOK ISBN 978-960-7740-54-0

Νεοι Ελληνες Συγγραφείς Βιβλιο 15

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ


Οι επιθυμίες των ανθρώπων διαστρέφονται ανά
τακτά χρονικά διαστήματα.
Ο έρωτας μετατρέπεται σε:
Χρέος, μάθημα για το μέλλον,
αντιπαραθέσεις για να βρεθεί
ο ισχυρότερος, ξεχασμένα βιβλία,
δίσκοι μουσικής που δεν κόβονται στην μέση,
σπίτι που δεν μοιράζεται
και προτάσεις επιθυμιών
που δεν μπορούν πια
να γίνουν πραγματικότητα.

Αθήνα, Εξάρχεια


Παραλήρημα – Το Κοράκι -Από Ε.Α. Πόε
(Το κείμενο αυτό δεν είναι μετάφραση αλλά είναι ελεύθερη μεταγραφή μέρους
του ποιήματος του Ε. Α. Πόε με δικές μου προεκτά-
σεις νοημάτων)

Μιά φορά -μεσάνυχτα θλιβερά- καθώς ήμουν κα-
θηλωμένος εξασθενημένος και ανήσυχος ψάχνο-
ντας σε παράξενα ξεχασμένα βιβλία θρύλων, κα-
θώς ο ύπνος με καλούσε στις σκοτεινές απερίγρα-
πτές χώρες του. Ξαφνικά, μέσα από τα θολά αυτά
τοπία του, άκουσα λεπτοκτυπήματα στην θύρα του
δωματίου. Σαν ευγενικά κτυπήματα μου φάνηκαν
–<<Θά είναι κάποιος επισκέπτης...>> μουρμούρι-
σα <<…που κτυπά την θύρα ελαφρά –Μόνο αυτό
και τίποτε άλλο.>>
Ω, θυμάμαι ήταν κρύος Δεκέμβρης και χωριστά
κάθε στάχτη έσβηνε στα χέρια του Θανάτου και
νεκρή άφηνε το φάντασμά της στο ξύλινο πάτωμα.
Σφοδρά, με ζήλο επιθυμούσα την αυριανή ημέρα
–Μάταια να ξαναζήσω τις σκέψεις μου, να ξαναδώ
τα λυπηρά κείμενά μου για τον χαμό αυτής, της
λύπης για την χαμένη Ελεονόρα –Την σπάνια αυτή
και ελκυστική Κυρία που άγγελοι ονόμασαν.
Ανώνυμη πια εδώ, δεν θα ξανακουστεί το όνομά
της, ποτέ ξανά, από τα χείλη μου προς αυτήν να
ταξιδεύει απαλά ο ήχος, να την χαϊδεύει η φωνή
μου.
19
Και η μεταξένια γλυκιά λύπη αβέβαια, ανασφα-
λής σαν να έξυνε τα νύχια της στα πορφυρά υφά-
σματα του παραθύρου. Φοβίζοντάς ‘μέ, γεμίζοντάς
την ψυχή μου με τρομακτικές σκέψεις φανταστι-
κές που δεν είχα αισθανθεί ποτέ. Και για να στα-
ματήσω την ήττα της καρδιάς μου -να την ηρεμί-
σω- επαναλάμβανα <<Είναι μόνο ένας επισκέπτης
που ζητά να έλθει μέσα στο δωμάτιο μου. Κάποιος
αργοπορημένος επισκέπτης ζητά να μου μιλήσει
και θέλει να του επιτρέψω να έλθει μέσα. Είναι
αυτό και τίποτε άλλο.>>
Για λίγο η ψυχή μου δυναμώθηκε και χωρίς δι-
σταγμούς μίλησα δυνατά για να ακουστώ πίσω από
την θύρα: <<Κύριε ή Κυρία, αληθινά ζητώ συγνώ-
μη, αλλά η αλήθεια είναι πως κοιμόμουν ελαφρά
και εσείς ξαφνικά ήλθατε και κτυπήσατε ήπια, ευ-
γενικά την θύρα μου και σας βεβαιώνω πως σας
άκουσα και έρχομαι αμέσως ν’ ανοίξω...>>
Και άνοιξα την θύρα αλλά σκοτάδι βρήκα πίσω
από αυτήν και τίποτε άλλο. Κύτταξα βαθιά μέσα
στις ακαθόριστες σκιές του σκοταδιού, όσο η όρα-
σή μου επέτρεπε, χάθηκα μέσα του κάνοντας χι-
λιάδες σκέψεις απορημένος και φοβισμένος. Αλλά
η σιωπή ήταν συνεχής απροσδιόριστη, βαθιά και
στο σκοτάδι δεν είδα κανέναν. Μόνο αισθάνθηκα
την μιά λέξη –Ελεονόρα. Αυτό ψιθύρισα και εγώ
και η ηχώ επέστρεψε ψιθυριστά ξανά την λέξη.
Γύρισα πάλι στο δωμάτιο και αισθανόμουν την
20
ψυχή μου να καίγεται, να παραληρεί και να καί-
γεται.
Δεν πέρασε πολύς χρόνος και άκουσα πάλι τον
λεπτό κτύπο, αλλά ήταν πιο δυνατός σαν να προ-
σπαθούσε κάποιος να τρυπήσει το ξύλινο παράθυ-
ρο. <<Σίγουρα είναι κάτι στο πλέγμα, έξω, του πα-
ραθύρου. Ας δώ τι απειλή είναι και ας ερευνήσω
το μυστήριο αυτό>>. Έμεινα λίγο ακίνητος, να αι-
σθανθώ δυνατός να τονωθεί η καρδιά μου και να
μπορέσω το μυστήριο αυτό να λύσω. <<Θά είναι ο
άνεμος και τίποτε άλλο>> σκέφτηκα. Άνοιξα από-
τομα το παραθυρόφυλλο και ένα απαλό ανέμισμα
φτερών με έφερε αντιμέτωπο με ένα εντυπωσιακό
κοράκι άγιων ημερών του παρελθόντος, το οποίο
πετάρισε γρήγορα μέσα στο δωμάτιο και γαντζώθη-
κε πάνω από την θύρα του δωματίου, στο άγαλμα
της Αθηνάς. Εκεί κάθισε και ακίνητο με κοίταξε.
Λίγο μετά το εβένινο αυτό φτερωτό μετέτρεψε την
θλιμμένη μου διάθεση σε λεπτό χαμόγελο, όσο
μου επιτρέπεται μέσα από την σοβαρότητα που αι-
σθανόμουν. Μίλησα στο αρπακτικό αστειευόμε-
νος, πως είναι έτσι άσχημο, απαίσιο Αρχαίο Κορά-
κι -τόλμησα να πώ- και τι ψάχνει μέσα στα Νυκτε-
ρινά Πέπλα που σκεπάζουν την Ακτή του Φωτός.
Ποιό είναι το αρχοντικό όνομά του ρώτησα, στης
νύχτας την Πλουτώνια Ακτή. Αλλά αυτό μου είπε
<<Ποτέ ξανά>>
Θαυμάζω αυτά τα αδέξια αρπακτικά, για να μην
21
δώσω σημασία στην τόσο απλή απάντηση, αν και
λίγα σημαίνει. Η φωνή αυτού μετέτρεπε την θλίψη
μου σε χαμόγελο. Ίσως κάποιος κύριός το φρόντιζε
και του έμαθε μόνο αυτήν την λέξη και την επανα-
λαμβάνει σαν θλιβερή ανάμνηση για τον χαμό του.
Ίσως η ανάμνηση αυτή έμεινε μόνο και την επανα-
λαμβάνει σαν να ξεψυχά.
Την θλίψη μου ξεχνώντας τράβηξα την καρέκλα
και κάθισα απέναντί του. Όμως καθώς η ώρα περ-
νούσε, πάλι χιλιάδες σκέψεις επέστρεφαν και βυ-
θιζόμουν ξανά ήρεμα στην θλίψη σκεπτόμενος για-
τί λέει τις λέξεις αυτές επίμονα σαν μακάβρια επα-
ναλαμβανόμενη ωδή, σαν μήνυμα θανάτου στο
σκοτάδι του δωματίου.
Γρίφος θα είναι, ναι, ίσως μήνυμα θανάτου και
κοιτώντας τα μάτια του ένοιωθα σαν να μου τρυ-
πούσε την καρδιά. Και βύθισα τα μάτια μου στα
φτερά του που έμοιαζαν με βελουδένια πορφυρά
από το φως της λάμπας και σκεφτόμουν ότι δεν
θα ξαπλώσω ποτέ πια μαζί με την αγαπημένη στα
απαλά σκεπάσματα δεν θα νοιώσω την ευτυχία
αυτή ποτέ ξανά.
Ξαφνικά γύρω άρχισε η ατμόσφαιρα του δωματί-
ου να βαραίνει από άρωμα λιβανιού, σαν θείος κα-
πνός που μοίραζαν άγγελοι σαν να μου έλεγαν να
βυθιστώ στο άρωμα αυτό και να την ξεχάσω. Αλλά
το εβένινο αρπακτικό έκραξε <<Ποτέ πιά.>>