ebook ISBN 978-960-7740-35-9
book ISBN 978-960-7740-56-4
ΝΕΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟ 16
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Τρόμαξε τομάρι μου εσύ
Παράκρουση Α
Θα σας μιλήσω για κάτι που έγινε όταν ήταν πρά-
σινη η Φρίκη και έπαιζε στα λιβαδάκια των μουρ-
μουρικών ακτών. Τότε που όλα ήταν φιρδικίμηλα και
σκυρτά με μύτες λαχανιές. Τότε, καθώς πήγαιναν δύο
Φρόνιμες προς την παγίδα, έφυγε μία Γίδα κόκκινη
από το παρδαλό υφαντό της Αράχνης, η οποία έβοσκε
τ’ αρσενικά της σε τόπους σαν αυτόν εδώ, που βρίσκε-
ται τώρα αυτή εδώ, σαν αυτόν εδώ. Αυτόν που βρίσκε-
ται αυτή και τ’ αρσενικά της –ούφ!
<<Τί να κάνω;>> λέει η Αράχνη στο μυαλό της –αν
έχει. Αλλά δεν πήρε απάντηση και έτσι εγώ άρχισα
να γράφω γι’ αυτήν απλά, ξένα πράγματα. Αυτά τα
πράγματα άλλαζαν συνεχώς, καθώς θέλουν: Χρώμα-
τα, πράματα και θάμματα, που βγάζουν μυρουδιές
κρεμυδένιες και λευκές, όμοιες με φτύματα ανάρμο-
στων στα διδακτήρια της σημερινής Φρίκης, η οποία
είναι μαύρη –μη αυρή· χωρίς αύρα- και κατσαριδέ-
νια.
Δεν πέρασε μεγάλο διάστημα –με χώρο, χωρίς χρό-
νο, με πλανήτες, νεφελόματα και ένα γλυκό ‘Τού, Βά-
ζου με Φρίκη και φρικτή γεύση και όμορφα, ή άσχη-
μα, ματάκια πρώιμα και φθηνά- από τότε και ήλθε,
εδώ, ένα ιπτάμενο Φρικτόρφ από την Σιβηρία με αγά-
πη και Αρκούδες, χωρίς τομάρι –η Σιβηρία ήταν πολύ
ζεστή πιά· ραδιενεργή.
5
Παράκρουση Β
Κανένας ήταν εδώ για να δώσει λύση, έτσι και έγινε,
πάντα!… -όποιος έλαβε, έλαβε! Οι άλλοι άς λάβουν!
Τα Φρικομάγαρα, κάθε φορά που ερχόταν το Φως,
έλουαν το κύμα της ενέργειας για να το καταπραϋ-
νουν, όμως βάδιζαν άσκοπα και, τυφλά όπως ήταν,
πετούσαν το αίμα και τα έντερα στον τόπο γύρω, βά-
ζοντας σε δοκιμασία το μυαλό κάθε, τυχαίου, περα-
στικού κάτω από την σημαία…
Αμέσως μετά απ’ όλ’ αυτά, βγήκε ένας μεθυσμένος
από την τρύπα του και είπε δυνατά: <<Το άγαλμα
της Ελευθερίας χωρίς αμάλγαμα! Μισώ τα αυτοκίνη-
ταα!!! Άκουσε φίλε μου…>>, μου είπε και σταματή-
θηκα. <<…πρίν από χρόνια και άλλα πολλά, ήταν μία
κότα με πολ… -όχι! όχο! … οχιές>> είπε τρομαγμένος
και μετά από λίγο ξανάρχισε: <<…πριν από χρόνια…
ήταν μία κότα… ήταν μία πόλη που θαύ… -παφ-
πούφ! πάφ- …>> κάπνισε το τσιγάρο του και ξανάρ-
χισε: << Ήταν μιά πόλη που είχε… είχε… είχε… Ε,
φυσικά, ένα άγαλμα είχε, χωρίς αμάλγαμα, που το
έλεγαν Ελευθερία. Φτιαγμένο από πράσινη –φυσικά,
κακό πράσινο χρώμα- πέτρα άσχημη και κακιά, όσο
όλη η παρανοία που φυγαδεύει τον νού στην Κόλαση.
Ένας απ’ όλους τους ανθρώπους της πόλης αυτής,
καθήμενος κάθε βράδυ στην κορυφή δύο λόφων -πή-
γαινε και ερχόταν-, μάζευε κατάρες -αρές και κατά-
και τις φώναζε δυνατά προς τα σπίτια όλων αυτών
των κακόμοιριδων. Σήκωνε τα χέρια προς τον ουρα-
νό, αφήνοντας βαρύ το μένος να πάλεται διαστροφικό
και σκουληκιάρικα πεινασμένο για τροφή, αυτή των
νεκροταφείων που αγκαλιάζουν με την λίγδα τους τα
σώματα των νεκρών.
Αυτό το άγαλμα, λοιπόν, ήταν… ήταν…. ήταν ό,τι
καλύτερο στην πόλη. Καθόταν εκεί ακίνητο –ως άγαλ-
μα- και κοίταζε τον ορίζοντα. Όλοι το αγαπούσαν, το
λάτρευαν το αγαπούσαν, πολύ το φρόντιζαν, πάρα
6
πολύ το αγαπούσαν, πολύ το φρόντιζαν, πάρα πολύ το
αγαπούσαν και το αγαπούσαν τόσο πολύ, που γίνεται
βαρετή αυτή η αγάπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου