ΓΛΑΥΚΩΨ 1999 από το βιβλίο ΓΕΓΡΑΦΘΕΝΤΑ τόμος Β
Σφαίρες ανόμοιες όψεις,
λαμπερά πετράδια της αυγής,
ψιθύρισαν μυστικά των κήπων
εις τα βάθη της ψυχής
δώρησαν τα ωραία
όλα των τόπων αυτών.
Αψ έγιναν όλα μη αυρά
πάντα το τέλος ‘μοιάζει
με το απύθμενο λευκό
γέννημα των αρμονικών ευχών.
Θέλει η άγνωστη αρχή
να μην βρίσκουμε άλλον
τα βήματά μας να πλησιάζει
για να μην περνάμε μόνοι τ’ αγκάθια.
Θέλουμε να χαθούμε εις τα ύψη
και να βλέπουμε τις λάσπες
άγονες εις χαμηλές κοιλάδες,
όπου σερνόμενα τα πλάσματα
ενός άκυρου θεού φοβούνται
την καλή δύναμη που πιστεύουν.
Αν εις αλήθειας τα χείλη
κρεμαστείς νοιώθοντας ασφάλεια
μπορεί να χάσεις κάθε τι,
ό,τι ‘σού έδινε η Γη.
Όμως θα έλεγα πως είναι ψέμα,
το πλέον ύπουλο, η σκέψη αυτή.
Ποιός βοήθησε τις εικόνες των ονείρων
να γίνουν αληθινά τοπία της ζωής.
Όλοι οι λάτρεις των ωραίων
αγάπησαν τα νεραϊδικά
τα αέρινα σώματα ανύπαρκτων εικόνων
και έτσι σώθηκαν.
Ποία θα είναι εκείνη, η μία,
ερώτευμα ακραίο -ατέρμονο-
που θα δείξει το άνθος καθαρό
χυμώδες και δεκτικό.
Είς τα βάθη των ιδεών δεμένο
το σώμα θα χαρίζεται
εις την αφή και τα παιχνίδια
των καθαρών νερών
-χαρίσματα των βουνών της Γης.
ΓΛΑΥΚΩΨ 1999 από το βιβλίο ΓΕΓΡΑΦΘΕΝΤΑ τόμος Β